Θανάσης Μουσόπουλος : 5478 ημέρες που έφυγες, Στέφανε!

  Ο Στέφανος Ιωαννίδης (1923 – 2001) ήταν για την Ξάνθη και για τη Θράκη ευρύτερα πρωτοπόρος και καινοτόμος εργάτης του πνεύματος και του πολιτισμού. Δεν είναι πρωτοπόρος γιατί απλώς έγραψε σε μια άνυδρη τότε επαρχία. Η ουσία είναι ότι άνοιξε δρόμους, πραγματοποίησε ρήξεις, ενέπνευσε ανθρώπους. Όλα, με προσωπικό κόστος και θυσίες.  Ο δρόμος που επέλεξε ήταν δρόμος ανηφορικός, γεμάτος συγκρούσεις με το κατεστημένο, περισσότερο ιχνηλάτης και πρόσκοπος .  Το έργο του ήταν διέξοδος στην ανάγκη έκφρασης , αλλά περισσότερο επιβίωσης – στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια . Έφυγε από τούτον τον κόσμο  την Πρωτομαγιά του 2001 – πότε πέρασαν τα χρόνια ! Ημέρες 5478  – πότε πέρασαν οι μέρες!

  Ο Αλέξης Ζήρας στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (των εκδόσεων

Πατάκη) στη σελίδα 946 στο λήμμα για το Στέφανο Ιωαννίδη ανάμεσα στα άλλα γράφει: «Υπήρξε ενεργός παράγοντας στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της Ξάνθης (…) Κοινωνιστική πεζογραφία που αντλεί τόσο από το ψυχολογικό μυθιστόρημα όσο και από τον ρεαλισμό της ηθογραφικής μας παράδοσης. Παρά το πολιτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο διαπλέκονται οι ιδέες και οι  συγκρούσεις των χαρακτήρων, η ηθική στάση του έργου του προβάλλεται ως απότοκη της αφηγηματικής πραγματικότητας. Παράλληλα με τις ιστορικές μελέτες του και τα λευκώματά του ο Ιωαννίδης συνέβαλε στην ανάδειξη λιγότερο γνωστών πτυχών της τοπικής ιστορίας της Ξάνθης».

  Η παιδική και εφηβική ηλικία του Στέφανου Ιωαννίδη συμπίπτει με τα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφύλιου. Σε μια Ξάνθη που από την ακμή περιπίπτει στην οικονομική κρίση και παρακμή, με τη σκληρή βουλγαρική κατοχή και τα ανηλεή χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση.

   Το 1984, στο «Οδοιπορικό», στο ημερολόγιό του γράφει: «Γεννημένος σε μια γνήσια προλεταριακή οικογένεια, πάμπτωχη, χωρίς καμία καλλιέργεια, και μεγαλωμένος σε μια καθαρά εργατική γειτονιά. Στα πενήντα σπίτια περίπου της γειτονιάς μου μετρημένα τα σπίτια των μικροεπαγγελματιών. Ένας κουρέας, ένας τσαγκάρης, ένας σωφέρ, κάποιος κλητήρας σε δημόσια υπηρεσία και όλοι οι άλλοι, δύο και τρεις ή ίσως και περισσότεροι από κάθε σπίτι, καπνεργάτες. Ούτε μια εξαίρεση, κάποιου που να εμπνέει κάποιες ανησυχίες. Και ακόμη τα δύο τρία σπίτια, όπου η οικογένεια ήταν μικροαστική -ας πούμε οι

Χατζηγρηγοραίοι- ή ως ένα σημείο και της ίδιας της θείας μου της Βικτώριας, σνόμπαραν τους καπνεργάτες. Ήταν η αριστοκρατία της εποχής εκείνης. Μέσα στη γειτονιά; Καυγάδες των γυναικών, ομηρικοί και ατέλειωτοι, μαλλιοτραβήγματα, ψυχαγωγία, ο κυριακάτικος περίπατος, μια γκαζόζα στη Ρέμβη ή ένας κινηματογράφος με τον Ραμόν Νοβάρο ή τη Μαίρη Σαγιάνου. Τα παιδιά, με τα παιχνίδια τους στη γειτονιά και κάποιες αδιόρατες ταξικές διαφορές, ακόμη και ανάμεσα στα παιδιά. Στο σπίτι μέσα, μοναδική πνευματική τροφή ο «Θεατής», παλιότερα, θυμάμαι στα πολύ μικρά χρόνια, κάποιες επιφυλλίδες με το Λήσταρχο Γιαγκούλα, στον τοίχο η Γενοβέφα και κάποιος στρατιωτικός σε ένα κάδρο με χρυσά γαλόνια, γένια και επωμίδες. Κάτι μεταξύ Γερμανού και Ρώσου, ποιος θυμάται; […] Ως τότε λοιπόν και από τότε και μετά, είχα ολοκληρωτική άγνοια για το τι είναι λογοτεχνία, αν υπάρχουν, τι είναι και ποιοι είναι οι Έλληνες λογοτέχνες, ακόμη ποιο πολύ οι ξένοι. Δεν είχα διαβάσει και τότε και στα πρώτα χρόνια του πολέμου κανένα απολύτως λογοτεχνικό βιβλίο. Νομίζω ότι τη λογοτεχνία την ανακάλυψα με τους Αθλίους του Βικτόρ Ουγκώ. […] Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια άλλα ήταν τα διαβάσματά μου. Πάντως ό,τι και να ‘ταν, κάτι τέτοια λαϊκίστικα.

Έπειτα η κατοχή. Αναγκαστικό σκοτάδι. Δεν βρέθηκε κανένας να με καθοδηγήσει. Καταφυγή μου η εκκλησία. Μεγάλο γεγονός το τελευταίο Πάσχα πριν από την κατοχή, που πήρα στο σεντόνι το σώμα του Χριστού τη Μεγάλη Πέμπτη. Και κατά τη βουλγαρική κατοχή έβρισκα καταφύγιο μέσα στην εκκλησία. Ευλάβεια και κατάνυξη. Έξω, παρέες στο πάρκο, όλη μέρα άσκοπες και άχρηστες συζητήσεις. Φανατισμός, ενάντια στη Βουλγαρία.

Πείνα, αρρώστιες, οι ρευματισμοί».

   Γράφει σε ποίημά του :

Είχα κιόλας ανέβη

να σημάνω της Λαμπρής την καμπάνα

κι εσύ δεν μπορούσες να πιστέψης ακόμα,

πως ήταν αλήθεια.

Φοβόσουν πως κι αυτή την άνοιξη

στη σταύρωση θα σταματήση

η Μεγάλη Βδομάδα.

 

Όμως, άκου τον ιερέα που ψέλνει

«…ουκ έστιν ώδε,

ηγέρθη γαρ καθώς είπε…»

και που οι καμπάνες

την Ανάσταση επιτέλους σημαίνουν.

   Πότε πέρασαν 5478 ημέρες από τη φυγή σου Στέφανε!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

 ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ 2016

 

 

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Εκπαιδευτικά
Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά