Ηλίας Μήλιος: Νομοτελειακά η κλιματική αλλαγή φέρνει μεγάλες πυρκαγιές- Η σύνδεση ΑΕΙ με κεντρική διοίκηση θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση των κινδύνων

Ο Ξανθιώτης Ηλίας Μήλιος είναι Καθηγητής Δασοκομίας στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Υπηρετεί στο Τμήμα Δασολογίας και ΔΠΦΠ του ΔΠΘ, ως μέλος ΔΕΠ, από το 2004, με γνωστικό αντικείμενο «Δασοκομία».

Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στους δασοκομικούς χειρισμούς, τη δυναμική των δασικών οικοσυστημάτων, την αύξηση των δασικών ειδών, την οικολογία της αύξησης, την αναγέννηση των συστάδων, την ανόρθωση των υποβαθμισμένων δασικών οικοσυστημάτων, τη δομή των δασών, τις διαταράξεις στα δασικά οικοσυστήματα, τη σχέση δασικών οικοσυστημάτων – κλιματικής αλλαγής, τις διαδικασίες ευνόησης – ανταγωνισμού στα δασικά οικοσυστήματα, το λήθαργο και τη βλάστηση των σπόρων δασικών ειδών.

Ακούστε τον κ. Ηλία Μήλιο.

Φιλοξενούμενος στην ενημερωτική εκπομπή του δημοτικού ραδιοφώνου εξήγησε πως οι αλλαγές στα κλιματικά δεδομένα οδηγούν νομοτελειακά σε όλο τον κόσμο  σε μεγάλες πυρκαγιές-mega fires-, φαινόμενο που ήδη πλήττει και την Ελλάδα και, δυστυχώς και την Περιφέρεια ΑΜΘ, παρουσίασε τα χαρακτηριστικά των ελληνικών δασών, στα οποία σε μεγάλο βαθμό ‘φιλοξενούνται ‘ κωνοφόρα  και δη των περιαστικών αλσών που από τη δεκαετία του 1930  –με άλλα κλιματικά δεδομένα όμως- δημιουργήθηκαν, όπου και σε αυτά προτιμήθηκαν κωνοφόρα, κυρίως πεύκα, και τέλος κατέθεσε την άποψη του για το πώς δύναται η πολιτεία να αξιοποιήσει , θεσμικά, τα επιστημονικά εργαλεία που ήδη διαθέτει, ώστε να προχωρήσει σε ένα οργανωμένο σχέδιο προσαρμογής στα δεδομένα της κλιματικής αλλαγής και ελαχιστοποίησης των κινδύνων .

Εμπλούτισε τις επιστημονικές του γνώσεις και εκτιμήσεις με εμπειρίες του από την εποχή που υπηρετούσε ακόμη στο στρατό και κλήθηκε να συντονίσει σχέδια πρόληψης με επιτηρήσεις δασών, αλλά και να συμμετάσχει σε κατάσβεση, αλλά και αργότερα ως συμβασιούχος που επίσης κλήθηκε να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, και συγκρίνοντας τη μακρινή δεκαετία του 1990 με όσα προτάσσονται σήμερα, στην εποχή της κλιματικής αλλαγής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή ήρθε , δεν ήρθαν όμως οι αναγκαίες αλλαγές στο σχεδιασμό και της πρόληψης και της καταστολής.

Αποφεύγοντας να ‘αγγίξει’ επιχειρησιακές τακτικές καθώς δεν διαθέτει , όπως τόνισε, τις απαραίτητες γνώσεις και αφού επανειλημμένα, και σε κάθε τόνο, διευκρίνισε ότι είναι αδύνατον να μην εκδηλωθούν πυρκαγιές κάτω από τέτοιες κλιματικές συνθήκες αυξημένης ξηρασίας, δυνατών ανέμων και παρατεταμένων υψηλών θερμοκρασιών, αναρωτήθηκε γιατί η πολιτεία δεν αξιοποιεί θεσμικά το επιστημονικό δυναμικό που διαθέτει στα κρατικά πανεπιστήμια της χώρας, με τα οποία δεν έχει καν δομές επικοινωνίας, ώστε να υπάρχει ένα αξιόπιστο επιστημονικό εργαλείο για να προωθηθούν οι αναγκαίες προσαρμογές στις απαιτήσεις της εποχής. Σημείωσε ότι η  σύνδεση των ΑΕΙ με την κεντρική διοίκηση, θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση των κινδύνων για τους οικισμούς, στην αλλαγή της σύνθεσης της βλάστησης σε δάση που υπάρχουν κοντά σε οικισμούς, στην ένταξη των ανθρώπων ακόμη περισσότερο και για συγκεκριμένους λόγους-καθαρισμούς, μείωσης της καύσιμης ύλης κ.α- μέσα στα δάση, όπου είναι δυνατόν να προχωρήσει η αλλαγή ειδών δέντρων, αν και υπογράμμισε, το τελευταίο έχει κόστος και απαιτεί μεγάλα χρονοδιαγράμματα.  Πρόσθεσε όμως ότι τεράστιο είναι και το κόστος των απωλειών, των  συνεχών εκκενώσεων, των αποζημιώσεων στους πληγέντες και των συνεπειών των μεγάλων πυρκαγιών σε δάση, αφού πάντα έπονται οι βροχές του φθινοπώρου και οι κίνδυνοι ανοίγματος νέων κύκλων καταστροφών με φαινόμενα πλημμυρών καραδοκούν.

Επίσης τόνισε ότι η ενίσχυση των δασικών υπηρεσιών της χώρας όχι μόνο δεν είναι πολυτέλεια, αλλά κάτι που έπρεπε ήδη να έχει γίνει. Η συμβολή τους σε έναν άρτιο σχεδιασμό πρόληψης και καταστολής είναι σημαντική. Έφερε σαν παράδειγμα το έργο που χρόνια πριν προσέφεραν σε συνεργασία με συνεταιρισμούς υλοτόμων, και με σώμα δασοκομάντος που παλιά διέθετε η χώρα, και στο κομμάτι της κατάσβεσης και στην πρόληψη.

Τέλος, δε δίστασε να απομυθοποιήσει την έννοια της ευαισθησίας για το περιβάλλον, επισημαίνοντας για μια ακόμη φορά ότι δεν είναι δυνατόν να… κοιτάμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Δεν είναι δυνατόν να μην επιβάλλεται η απομάκρυνση πεύκων ή άλλων ειδών δέντρων μέσα από αυλές- το είδαμε στην καταστροφική πυρκαγιά της Ρόδου- ή από σημεία που κρίνονται επικίνδυνα για οικισμούς. Πλέον οι συνθήκες απαιτούν μεικτά δάση , κωνοφόρων και πλατύφυλλων , είπε, μη διστάζοντας-θα ακουστώ ίσως αιρετικός, πρόσθεσε- να προτείνει και ακακίες.

Αξίζει πραγματικά να ακούσετε στο ηχητικό απόσπασμα τα παραδείγματα που δίνει από παρεμβάσεις που έγιναν στα δάση –και της Δαδιάς που καίγεται και φέτος - τις περασμένες δεκαετίες , τις ερευνητικές μελέτες  κόστους-οφέλους που εκπονήθηκαν από επιστήμονες για την περιοχή της Αλεξανδρούπολης όταν στη δεκαετία του ’70 προτιμήθηκαν για τις αναδασώσεις κωνοφόρα, τη συμμετοχή του σε ευρωπαϊκό  πρόγραμμα για το περιαστικό άλσος της Ξάνθης,  για την αλλαγή σύνθεσης του  και την ελαχιστοποίηση κινδύνου πυρκαγιάς, και τέλος,  την εμπειρία του από την εξαιρετική οργάνωση της Κύπρου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Συνέντευξη: Κυριακή Οικονόμου

Μοντάζ –επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Εκπαιδευτικά
Κοινωνικά
Τοπικά