Το νέο Μυθιστόρημα «ΑΝΗΦΟΡΟΣ» του Νίκου Καζαντζάκη/Του Θανάση Μουσόπουλου

Του Θανάση Μουσόπουλου

 1.

  Καθόλου τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο Νίκος Καζαντζάκης είναι από τους «παλιούς» μας λογοτέχνες που διαβάζεται πολύ, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις σύγχρονες επανεκδόσεις των έργων του. Το έργο του, έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες, διαλέκτους και ιδιώματα. Το 2007 το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου κατέγραψε περισσότερες από 580 εκδόσεις ξένων μεταφράσεων έργων του παγκοσμίως, ενώ σχεδόν κάθε χρόνο ο κατάλογος αυτός εμπλουτίζεται αποδεικνύοντας τη διαχρονική και διεθνή απήχηση του έργου του.

   Να προσθέσουμε ότι πολλές φορές, μόνος ή με τον Άγγελο Σικελιανό, προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μερικοί από την Ελλάδα έκαναν  το παν για να μη βραβευθεί. Τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη τον Ιούνιο του 1956 από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης για το φιλειρηνικό μήνυμα που διαπνέει το έργο του και τον ρόλο του στην εμπέδωση της ειρήνης για το κοινό. Στην τελετή της απονομής, όπως διαβάζουμε, δεν παρίστατο κανένας εκπρόσωπος από το επίσημο ελληνικό κράτος.

2.

 Το πιο, νομίζω, ενδιαφέρον είναι η σύγχρονη επανέκδοση από τις εκδόσεις Διόπτρα των έργων του Καζαντζάκη, η έκδοση του Ζορμπά και του Καπετάν Μιχάλη με τη μορφή «κόμικ», αλλά και η δημοσίευση ενός «αγνώστου» μυθιστορήματός του, με τον τίτλο «Ο  Ανήφορος» το 2022.

  Μιλώντας για το έργο αυτό ο Νίκος Σαραντάκος γράφει ανάμεσα στα άλλα:

«Στις 26 Οκτωβρίου, ακριβώς 65 χρόνια μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα (που επανεκδίδουν το σύνολο του έργου του) το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο ανήφορος» […].

Το μυθιστόρημα το έγραψε ο Καζαντζάκης το 1946, όταν έφυγε από την Ελλάδα για την Αγγλία, στον πρώτο σταθμό μιας αυτοεξορίας που έμελλε να κρατήσει ίσαμε τον θάνατό του, το 1957. Ένα κομμάτι («Ο θάνατος του παππού») το δημοσίευσε στη Νέα Εστία, τον Μάρτιο του 1947 (τχ 473) […] Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιες σελίδες του τις χρησιμοποίησε στον Καπετάν Μιχάλη […] Ήρωες στο μυθιστόρημα είναι ο Κοσμάς, σαραντάχρονος συγγραφέας και προφανές  αλτερέγκο του Καζαντζάκη, και η Νοεμή, η Πολωνοεβραία γυναίκα του που έχει περάσει όλη τη φρίκη του πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Κρήτη αρχικά και στη συνέχεια την Αγγλία».

  Ο Ν. Σαραντάκος αναφέρεται πολύ επαινετικά στην έκδοση και προσθέτει: «Αξιοδιάβαστο και χρήσιμο είναι και το Επίμετρο που το υπογράφουν, όπως και τον πρόλογο, ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Παρασκευή Βασιλειάδη», στα οποία θα αναφερθούμε σε άλλο σημείο του κειμένου μας.

3.

  Στο Οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:

«Σκλάβοι γεννηθήκαμε και πολεμούμε όλη μας τη ζωή να γίνουμε ελεύτεροι.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, αμέσως μετά τον Ζορμπά, ο Καζαντζάκης γράφει τον Ανήφορο, ένα κείμενο εσωτερικό, που το διακρίνει μελαγχολία βαθιά και λυτρωτική.
Η δράση του εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο, σε Κρήτη και Αγγλία.

Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Μεγάλο Κάστρο, μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, η οποία κουβαλάει την πανανθρώπινη μνήμη του ολοκαυτώματος, και μαζί της την ερώτηση για την αξία της ζωής.
Έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες από τον θάνατο του πατέρα του κι η Κρήτη μετράει τις πληγές της αναβιώνοντας προσωπικές ιστορίες θάρρους και πόνου.

Ο άνθρωπος που βγαίνει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να στοχαστεί, ένας άνθρωπος που δεν έχει σωθεί, που κινδυνεύει, και ο Κοσμάς μεταβαίνει στη μεταπολεμική Αγγλία για να τον σώσει.

Το προσωπικό κόστος της επιλογής του είναι τεράστιο.
Όμως αυτό είναι το χρέος, αυτός είναι ο ανήφορος που όλοι πρέπει να διαβούμε.

Ο Ανήφορος, το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, είναι ένα κλασικό έργο που θέτει ερωτήματα που διαρκώς κατατρέχουν τον άνθρωπο, δεν αποτελεί απλώς μια πολύ μεγάλη λογοτεχνική στιγμή για τη χώρα μας αλλά και ένα πολιτιστικό γεγονός».

4.

  «Ο Ανήφορος» κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2022 από τις εκδόσεις Διόπτρα, σελ. 277, με Πρόλογο και Επίμετρο των Νίκου Μαθιουδάκη και Παρασκευής Βασιλειάδη.

  Τον Νίκο Μαθιουδάκη (ΝΜ) έχω τη χαρά και τιμή να τον γνωρίζω, συνεργαστήκαμε μάλιστα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (από όπου πήρε το διδακτορικό του με καθηγήτρια την Πένη Καμπάκη Βουγιουκλή για τη γλώσσα του Καζαντζάκη). Διαβάσαμε ήδη  στο οπισθόφυλλο τα γενικά πλαίσια του έργου. Στο σημείο αυτό ο ΝΜ θα μιλήσει εκτενέστερα για την «ιστορία» του μυθιστορήματος  και  θα προσθέσει κάποια σχόλια

«Με την ψυχολογική υποστήριξη της Νοεμής, ο Κοσμάς αναχωρεί για την Αγγλία, προκειμένου να συναντήσει και να συνομιλήσει με τους Άγγλους διανοούμενους με κύριο σκοπό τη συστράτευση των πνευματικών ανθρώπων για τη δημιουργία μιας «νέας» κοινωνίας. Στην Αγγλία γνωρίζει την Ιρλαντέζα, την Έλσα, η οποία αποφασίζει να τον ξεναγήσει στις βιομηχανικές πόλεις της χώρας (Μπέρμιαμ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ, Σέφιλντ) για να του δείξει τις πραγματικές συνθήκες ζωής των εργατών. Μετά το ταξίδι τους στην αγγλική επικράτεια, ο Κοσμάς αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί. Όμως τη στιγμή εκείνη, έρχεται από την Κρήτη μια δυσάρεστη είδηση: η Νοεμή αυτοκτόνησε. Ο Κοσμάς, συντετριμμένος από τον χαμό της γυναίκας του, απομονώνεται στο Στράτφορντ-απόν-Αίιβον, όπου συναντά τη γοητευτική Ενριέτα Νόρτον, η οποία τον βοηθά να ξεφύγει από τη θλίψη του και να κατευθυνθεί προς την ολοκλήρωση του μέσα του σκοπού.

Κάνοντας μια αυθόρμητη σκέψη, θα μπορούσα να πω πως τα τρία αυτά γυναικεία πρόσωπα αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά τα τρία μέρη του έργου: Κρήτη – Αγγλία – Μοναξιά. Και εξηγούμαι: Στο πρώτο μέρος, στην Κρήτη, πρωταγωνιστεί η Νοεμή. Στο δεύτερο μέρος, στην Αγγλία, συναντιέται με την Ιρλαντέζα. Στο τρίτο μέρος, στη Μοναξιά (ίσως ως τόπος καθαρά ψυχολογικής κατάστασης), εμφανίζεται η Ενριέτα Νόρτον.

Τα τρία μέρη «Κρήτη – Αγγλία – Μοναξιά», γένους θηλυκού. Οι τρεις βασικές ηρωίδες του έργου του, ως συντρόφισσες. Η Νοεμή τού συμπαραστέκεται και τον παροτρύνει να ταξιδέψει στην Αγγλία για να αναλάβει δράση προς το κοινό καλό της κοινωνίας. Η Ιρλαντέζα τού αποκαλύπτει το σκληρό πρόσωπο της πραγματικότητας και τον καθοδηγεί προς τον αληθινό δρόμο για να μπορέσει να διαπιστώσει τους τρόπους της δημιουργίας μιας «νέας» κοινωνίας. Η Ενριέτα Νόρτον τού κάνει συντροφιά και τον απελευθερώνει, κατά κάποιον τρόπο, από τα δεσμά της θλίψης. Έτσι, ο Κοσμάς αναγεννάται, αποδεχόμενος πως το χρέος του είναι να γράψει μια πνευματική εξομολόγηση, το Πιστεύω του.

Επομένως, οι τρεις γυναίκες στον Ανήφορο, όπως γενικότερα και οι γυναικείες φιγούρες στην καζαντζακική εργογραφία παίζουν σημαντικό ρόλο, υποβοηθώντας πάντοτε τον βασικό ήρωα να εξελιχθεί και να εκτελέσει ουσιαστικά το συγγραφικό σχέδιο του Καζαντζάκη».

5.

 Ο εκδότης της Διόπτρας Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος (συζητώντας με τον Π. Κορμαρή για τον Ανήφορο που εξέδωσε), ανάμεσα στα άλλα σημειώνει:

«Ο Ανήφορος αποτελεί ένα έργο πρωτοποριακό από πολλές απόψεις, όπως φυσικά είναι και η καζαντζακική Αναφορά στον Γκρέκο», διαβάζω στο επίμετρο του βιβλίου. «Στον απόηχο της βαρβαρότητας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έναν χρόνο πριν κυκλοφορήσει η Πανούκλα του Καμύ, ο Καζαντζάκης τολμά, θα λέγαμε, να θίξει αρκετά άμεσα σημαίνοντα θέματα του πολέμου, όπως η φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και η ατομική βόμβα, αλλά και να βάλει σε πρώτο πλάνο την αντίσταση των συμπατριωτών του στην Κρήτη και τις θηριωδίες που υπέστησαν».

Στις 2 Ιουνίου του 1946 ο Καζαντζάκης είχε φύγει για την Αγγλία, όπου εγκαταστάθηκε στο Κέιμπριτζ. Εκεί άρχισε να γράφει τον «Ανήφορο».

Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, από τις σελίδες του περιοδικού Life and Letters, απηύθυνε έκκληση στους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου να ιδρύσουν μια «Διεθνή του Πνεύματος», προβάλλοντας την αγωνία του για τις συνέπειες του πολέμου αλλά και τον φόβο του για την τύχη του πολιτισμού ύστερα από την κόλαση στη Χιροσίμα.

Ένα απόσπασμα από τον «Ανήφορο» είχε δοθεί για δημοσίευση στο περιοδικό Νέα Εστία, το 1947. Όμως το σύνολο του έργου φυλασσόταν σε χειρόγραφα στο Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, στη Μυρτιά, ως ένα από τα τεκμήρια της μόνιμης έκθεσής του.

Γιατί δεν είχε εκδοθεί ποτέ μέχρι σήμερα; «Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν», απαντά ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος. «Ένας λόγος είναι ότι ο Καζαντζάκης θέλησε να το εκδώσει στο εξωτερικό για να απευθυνθεί στο παγκόσμιο κοινό. Ήθελε, αγωνιούσε, πάλευε να σώσει τον άνθρωπο. Πάσχιζε ώστε να μπορεί να απαντηθεί θετικά το ερώτημα της Πολωνοεβραίας Νοεμή, της βασικής του ηρωίδας, αν πρέπει να φέρνουμε παιδιά σε αυτό τον κόσμο. Όμως, δεν προχώρησε γρήγορα η μετάφραση του έργου.

»Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η “Διεθνής του Πνεύματος” που θέλησε να δημιουργήσει τον απογοήτευσε, πράγμα που φαίνεται και στο βιβλίο του. Αυτά όλα μπορεί να επέδρασαν στον ίδιο. Εμείς όμως θεωρήσαμε χρέος μας να δώσουμε στον Έλληνα αναγνώστη, στον ελληνικό λαό, ένα ολοκληρωμένο, πρωτότυπο και υπέροχο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη. Με τεράστια ιστορική, φιλολογική, οπωσδήποτε λογοτεχνική και τελικά πολιτιστική αξία».

6.

Ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Μιχαήλ Πασχάλης σε πολλά κείμενα του μιλά για τον Νίκο Καζαντζάκη. Σε δημοσίευμά του, με την ευκαιρία της έκδοσης του Ανήφορου, διαβάζομε απόψεις και θέσεις ενδιαφέρουσες:

«Ο «Ζορμπάς» υπήρξε το πρώτο επιτυχημένο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη (στο εξής: Κ.) από όσα έγραψε μετά την «Ασκητική» και έγινε ανάρπαστο στο εξωτερικό. Η απήχησή του οφείλεται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας αναγνώρισε την αυτόνομη και σύνθετη λειτουργία της μυθοπλασίας, ότι δηλαδή ένα μυθιστόρημα δεν μπορεί να αποτελεί απλή εφαρμογή ενός ιδεολογικού προγράμματος, όπως είχε συμβεί με τα μυθιστορήματα «Toda-Raba» (1934) και «Le Jardin des Rochers» («Ο Βραχόκηπος», 1939) - μάλιστα στο δεύτερο μυθιστόρημα ο Κ. είχε ενσωματώσει σχεδόν ολόκληρη την «Ασκητική»!).

   Στους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας του «Ζορμπά» περιλαμβάνεται ο πλούσιος διακειμενικός ορίζοντας του μυθιστορήματος, δηλαδή ο διάλογος με τα έργα κορυφαίων δημιουργών: την «Οδύσσεια» του Ομήρου, την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, τη «Θεία κωμωδία» του Δάντη και την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ (βλ. Πασχάλης, «Από τον ΄Ομηρο στον Σαίξπηρ: Μελέτες για τα κρητικά μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη», Ηράκλειο, ΕΚΙΜ, 2015).

Για να αντιληφθεί κάποιος τον κύριο λόγο που ο Κ. δεν δημοσίευσε τον «Ανήφορο», πρέπει να έχει υπόψη του όσα ανέφερα παραπάνω. Αλλά προηγουμένως είναι ανάγκη να κατανοήσει τι είδους μυθιστόρημα είναι ο «Ανήφορος». Αυτό μπορεί να γίνει αν διαβάσει το έργο σε αντίστιξη με τον «Ζορμπά» και αντικριστά με τις σ. 517-538 της βιογραφίας του Καζαντζάκη «Νίκος Καζαντζάκης. Ο ασυμβίβαστος» δια χειρός της Ελένης Καζαντζάκη (1977).

Στην Αγγλία, όπου έφτασε στις 8 Ιουνίου, ο Κ. σκόπευε να γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Post-war Conversations with English Intellectual Personalities» («Μεταπολεμικές συνομιλίες με άγγλους διανοούμενους»). Μέσω αυτών των συνομιλιών πίστευε ότι θα υλοποιούσε το σχέδιό του για την ίδρυση μιας «Διεθνούς του Πνεύματος» που θα αντιμετώπιζε τον μεγάλο κίνδυνο που, κατά τη γνώμη του, απειλούσε μεταπολεμικά τον ανθρώπινο πολιτισμό (βλ. αναλυτικά την ομιλία του από το BBC στις 18-7-26).

΄Ομως, απογοητεύτηκε εντελώς από τις επαφές που είχε με τους άγγλους «ιντελεκτιέλ», τους οποίους περιγράφει πολύ αρνητικά στους συνομιλητές του (πλην της Ελένης, στην Τέα Ανεμογιάννη, στον B. Knös και στον Παντελή Πρεβελάκη). Αυτό είχε ως συνέπεια να τροποποιήσει τον αρχικό σχεδιασμό του για το υπό εκκόλαψη βιβλίο».

7. 

  Το μυθιστόρημα έχει το παρακάτω εμβληματικό μότο:

  ― Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε το Θεό;

― Αγαπώντας τους ανθρώπους.

― Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε τους ανθρώπους;

― Μοχτώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο.

― Ποιος είναι ο σωστός δρόμος;

― Ο ανήφορος.

*

Θα παραθέσουμε  δύο αποσπάσματα από το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, που δείχνει τους ήρωες του έργου στην Κρήτη.

«Ξημέρωνε. Απόγειο αγεράκι φύσηξε κι η θάλασσα ανατρίχιασε– ανάλαφρη μυρωδιά από θυμάρι κατέβαινε από τη στεριά κι ο Κοσμάς, όρθιος στην πλώρα, ανάσαινε βαθιά τον κόρφο της Πατρίδας. Βράχοι άγριοι σηκώνουνταν μπροστά του, κάπου κάπου δέντρα μαυρολογούσαν, μακριά οι βουνοκορφές ρόδιζαν. Πώς έφυγε, είκοσι τώρα χρόνια, νέος με χνουδάτα μάγουλα, με χνουδάτη ψυχή και πώς τώρα γύριζε! Στράφηκε’ μια κοπέλα δίπλα του, μικρή, χλωμή, κοίταζε κι αυτή, με μεγάλα μάτια γιομάτα τρομάρα.

— Η Κρήτη! της είπε, χαμογέλασε και της άγγιξε με τρυφε­ρότητα τον ώμο.

Η κοπέλα τινάχτηκε.

— Ναι, είπε’ και σώπασε.

— Εδώ θα ξεχάσεις, της είπε με σιγανή φωνή. Τούτη πια είναι η πατρίδα σου. Ξέχασε την άλλη…

Κι επειδή η κοπέλα σώπαινε:

–  Ξέχασε την άλλη… της ξανάπε με γλύκα.

– Ναι, Κοσμά… έκαμε η κοπέλα· και σώπασε πάλι.

Κι άξαφνα τον άρπαξε από το μπράτσο, τον έσφιξε ανήσυχη, σα να ‘θελε να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γαλήνεψε λίγο.

Η Κρήτη όλο και ζύγωνε με τα βουνά της, με τους ελαιώνες, με τ’ αμπέλια. Το Μεγάλο Κάστρο, πέρα, ασπρολογούσε μέσα στο πρωινό φως. Η μυρωδιά του θυμαριού πλήθαινε. Το φως είχε κατηφορίσει πια από τις κορυφές στις ποδιές του βουνού, έπιανε τώρα τις ρίζες του, χύνουνταν ήσυχα και πλημμύριζε τον κάμπο. Τα δέντρα άρχιζαν και ξεχώριζαν, κοκόρια ακούστηκαν, ο κόσμος ξυπνούσε.

Ο άντρας έσκυψε στην κοπέλα:

— Σε παρακαλώ, της είπε σιγά, τώρα που θα μπεις στο πατρικό μου σπίτι, βάστα την καρδιά σου, μην τρομάξεις. Σκέψου πως είμαι μαζί σου, πάντα. Η μητέρα μου είναι μια άγια γυναίκα, θα σε αγαπήσει· η αδερφή μου, πρέπει να ξέρεις…

Σώπασε· μάζεψε τα φρύδια με αγανάχτηση.

— Τι; είπε η κοπέλα και κοίταξε τον άντρα ανήσυχη.

—  Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ο γέρος τη φώναξε: «Δε θα δρασκελίσεις πια το κατώφλι της εξώπορτας», της είπε· «δε θα παρουσιαστείς πια μπροστά μου. Φεύγα!» Κι από τότε πια κλειδομανταλώθηκε σπίτι· κάθουνταν όλη μέρα, ύφαινε, κεντούσε, έκανε τα προυκιά της· όταν γύριζε ο γέρος το βράδυ, άκουγε πρώτη από μακριά το βήμα του κι έτρεχε στη μέσα κάμαρα να κρυφτεί. Όταν έγινε είκοσι χρονών είδε ψηλά από το παράθυρο ένα νέο που την κοίταζε. Την άλλη μέρα, το ίδιο. Την άλλη το ίδιο. Τον αγάπησε… Ένα βράδυ, στα σκοτεινά, του έριξε ένα χαρτάκι: «Έλα, τα μεσάνυχτα’ θα ’μαι στην πόρτα».

Ο Κοσμάς σώπασε· η φλέβα ανάμεσα στα φρύδια του είχε φουσκώσει και χτυπούσε. Τινάχτηκε πάλι μέσα του, όλο αγριότητα, το μίσος, ο φόβος, η αγάπη για το γέρο. Χάθηκε η Κρήτη και διάνεψε μέσα στον αγέρα ο φοβερός ο ίσκιος.

— Σώπα, ψιθύρισε η κοπέλα· σώπα, δε θέλω να μου πεις.

—  Όχι, πρέπει. Τα μεσάνυχτα η αδερφή μου κατέβηκε, ξυπόλυτη, σιγά σιγά για να μην τρίξουν οι σκάλες… Μα ο γέρος αγρυπνούσε, την άκουσε, γλίστρησε ξοπίσω της, την ακολούθησε. Η κακόμοιρη η κοπέλα βγήκε στην αυλή και τη στιγμή που άπλωνε το χέρι ν’ ανοίξει την πόρτα, ο γέρος την άρπαξε από τα μαλλιά, κάρφωσε απάνω της τα νύχια του, την ανέβασε λιπόθυμη στην κάμαρά της, την πέταξε μέσα, την κλείδωσε κι έβαλε το κλειδί στη μέση του. Λέξη ο γέρος δεν ξεστόμισε· μα από τότε πια η αδερφή μου, δεκαπέντε χρόνια, δεν πρόβαλε το πρόσωπό της μήτε στην πόρτα μήτε στο παράθυρο· δεν μπορεί, μου λεν, να κοιμηθεί· κι όταν μονάχα ζυγώνουν τα μεσάνυχτα, ανοίγει το παραθύρι της, σκύβει, κι αν τύχει και περνάει κανένας στο δρόμο, του φωνάζει: «Κοντεύουν μεσά­νυχτα;» και κλείνει ευτύς, πάλι, το παράθυρο, με τρόμο.

[…]

Άξαφνα, ως μιλούσε, είδε την κοπέλα να στέκει ακόμα στην αυλή, στον παραστάτη της οξώπορτας.

— Είναι…; ρώτησε η μάνα σιγά.

— Ναι, η γυναίκα μου…

Η αδερφή έστρεφε το πρόσωπο πέρα, με αναγούλα· η μάνα ζύγωσε το γιο:

— Γιατί την πήρες; ρώτησε σιγά. Θα μολέψει το αίμα. Οβραία.

— Είναι μεγάλη ψυχή. Σε αυτή χρωστώ τη ζωή μου· αν έλειπε, θα ’χα πεθάνει. Άλλη χαρά δεν έχω. Αγάπα τη, μητέρα. Και συ, Μαρία… είπε και στράφηκε στην αδερφή του.

Μα αυτή είχε γλιστρήσει μέσα να ετοιμάσει τον καφέ.

— Είναι Οβραία… ξανάπε η μάνα. Μα αφού τη θέλεις… Ένα μονάχα φοβούμαι…

-Τι;

— Μην την πνίξει.

— Ποιος;

Η μάνα δεν αποκρίθηκε· στράφηκε, κοίταξε κατά το αναμ­μένο καντήλι. Ο Κοσμάς κατάλαβε, ακούμπησε στον τοίχο. Σιγή. Ήξεραν κι οι δυο πως σαράντα μέρες η ψυχή δε φεύγει από το σπίτι, τρογυρίζει στην αυλή, ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, μανταλώνει τη νύχτα την πόρτα, κάθεται δίπλα στο καντήλι και κοιτάζει κι ακούει τα πάντα. Ο γέρος του μήνυσε ως έμαθε πως παντρεύτηκε Οβραία: «Όσο ζω να μην πατήσεις στην Κρήτη!» Και τώρα είναι μονάχα δέκα μέρες που πέθανε.

Έσκυψε ένα βήμα προς την πόρτα.

— Χρυσούλα, είπε, έλα!

Την πήρε από το χέρι, την πήγε στη μάνα του.

— Μητέρα, η κόρη σου, είπε.

Η κοπέλα έσκυψε, φίλησε το χέρι της γριάς και στάθηκε πάλι και περίμενε.

Η μάνα την κοίταζε, αμίλητη. Τη γρυπή μύτη, τα χοντρά χείλια, τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια. Τη χρυσή αλυσιδίτσα που της έζωνε το λαιμό.

— Βαφτίστηκες; ρώτησε η γριά, χωρίς ν’ απλώσει το χέρι.

— Βαφτίστηκε, αποκρίθηκε ο Κοσμάς. Να ο σταυρός. Πήρε και τ’ όνομά σου, μητέρα. Χρυσούλα.

Τράβηξε την αλυσιδίτσα κι ανέβηκε από το στήθος, ζεστό, ένα χρυσό σταυρουλάκι.

— Καλώς όρισες! είπε η μάνα και της άγγιξε με κάποιο δισταγμό το κεφάλι».

8.

  Η σημασία του Ανήφορου συνδέεται με το υπόλοιπο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς και με τη χρονική συγκυρία συγγραφής του. Ορισμένα στοιχεία αυτής της διασύνδεσης ήδη αναφέρθηκαν.

  Όσον αφορά τις εμπειρίες του Νίκου Καζαντζάκη από τον Β΄  παγκόσμιο πόλεμο, να σημειώσουμε ότι  ο ίδιος ως μέλος της «Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη», όπως ονομάστηκε, μαζί με τους πανεπιστημιακούς Ιωάννη Κακριδή, Ιωάννη Καλιτσουνάκη αλλά και τον φωτογράφο Κωνσταντίνο Κουτουλάκη, συνέταξε μία έκθεση σχετική.

  Η φρίκη και η βαρβαρότητα των Γερμανών κατά την εισβολή στα χωριά της Κρήτης ιδωμένη μέσα από το βλέμμα του Νίκου Καζαντζάκη, το καλοκαίρι του 1945, προκαλεί ατελείωτη οδύνη ακόμη και σήμερα και τα λόγια του σε αυτές τις περιγραφές κόβουν την ανάσα. Δύο παραδείγματα:

«ΚΑΝΤΑΝΟΣ. […] Μετά την γενικήν λεηλασίαν ὅλαι αἱ οἰκίαι τοῦ χωρίου ἐκάησαν ἤ ἀνετινάχθησαν διά δυναμίτιδος. […] Ἐν τῷ μεταξύ ἀπεφασίσθη ἡ περιοχή τῆς Καντάνου νά καλλιεργηθῇ διά λογαριασμόν τοῦ Ράϊχ.

ΑΛΙΚΙΑΝΟΣ Εἰς τάς 2/6 προέβησαν εἰς τήν ἐκτέλεσιν 42 ἀνδρῶν ἐντός τοῦ περιβόλου τῆς ἐκκλησίας καί ἐνώπιον τῶν ὑποχρεωτικῶς συγκεντρωμένων ἐκεῖ γυναικῶν. […] Πολλοί ἐτάφησαν ζῶντες ἀκόμη[…]».

9.

  Ο ΝΜ σε συνέντευξή του στον Γιάννη Μπασκόζο και στην ερώτηση «Πόσο κοντά βρίσκεται Ο Ανήφορος στην Ασκητική του ή την Αναφορά στον Γκρέκο – το άλλο αυτοβιογραφικό του έργο;» δίνει την εξής απάντηση:

«Κατά τη γνώμη μου, ο Ανήφορος, η Ασκητική και η Αναφορά στον Γκρέκο δημιουργούν ένα ιδιότυπο σχήμα, ας πούμε τριών ομόκεντρων κύκλων: ο εσωτερικός κύκλος είναι το ιδεοφιλοσοφικό του έργο Ασκητική. Ο ενδιάμεσος κύκλος είναι το μυθιστόρημα Ανήφορος, καθώς ο Καζαντζάκης, όπως γνωρίζουμε, σκόπευε να συμπεριλάβει ολόκληρη την Ασκητική στο τέλος του Ανήφορου, παρουσιάζοντας και τα δύο έργα στο διεθνές κοινό ως ένα ενιαίο μυθιστόρημα. Ο τελευταίος κύκλος, ο εξωτερικός, είναι η αυτοβιογραφική του μυθιστορία Αναφορά στον Γκρέκο, η οποία έχει ψήγματα από τα άλλα δύο έργα. Προσωπικά, θεωρώ πως ο Ανήφορος αποτελεί τον προάγγελο, την λογοτεχνική μαγιά, για τη συγγραφή της Αναφοράς του στον παππού-Γκρέκο – φυσικά με θεμέλιο το ιδεοφιλοσοφικό του μανιφέστο».

  Σε προηγούμενες εργασίες μου έχω αναφερθεί στη «φιλοσοφική» διάσταση του Καζαντζακικού έργου. Θα περιδιαβούμε με οδηγό αυτή την οπτική, ξεκινώντας από την Κρητική Ματιά, όπως τη βαφτίζει ο Καζαντζάκης:

 «Η ζωή μου η προσωπική, για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική αξία, για κανέναν άλλον. Η μόνη αξία που της αναγνωρίζω είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο υψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμή της και το πείσμα – στην κορφή, που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά», «Αναφορά στον Γκρέκο» (σελ. 15).

  Ο κύπριος φιλόλογος Κώστας Μιχαηλίδης στο εξαίρετο έργο του ‘Οικείωση και Αλλοτρίωση’ (1984,σελ. 150) παρατηρεί «Ο Καζαντζάκης προσπαθεί να ρίξει φως στον όρο ‘Κρητική ματιά’. Εμπνευσμένη από το παιχνίδι του ανθρώπου με τον ταύρο, όπως το απεικονίζουν οι τοιχογραφίες της Κνωσού, η Κρητική ματιά είναι εκείνη που κοιτάζει την άβυσσο χωρίς ελπίδα και φόβο. Οι Κρητικοί, λέει, παλεύοντας με τον ταύρο μετουσίωσαν τη φρίκη και την έκαναν αψηλό παιχνίδι. Η Κρητική Ματιά είναι ένα χωρίς φόβο και χωρίς ελπίδα αντίκρισμα της αβύσσου».

  Στην ‘Ασκητική’, θα λέγαμε, υπάρχει η θεωρία και σε τρία κυρίως έργα του: ‘Οδύσσεια’ με τον Οδυσσέα, ‘Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά’ με τον ομώνυμο ήρωα και ‘Αναφορά στον Γκρέκο’ που αποτελεί αυτοβιογραφική κατάθεση, υπάρχει η εφαρμογή της θεωρίας. Τώρα, προσθέτω, με το «νέο» του έργο – τον Ανήφορο – έχουμε μια ακόμη εφαρμογή.

  Θα παραθέσουμε, στην ίδια οπτική, κάποια σημεία από το “ΠΙΣΤΕΥΩ” του Καζαντζάκη, που είναι μεταφρασμένο απ’ την Αμερικάνικη έκδοση της “Οδύσσειας” και αποτελεί εισαγωγή της.

“Από τα πρώτα νεανικά χρόνια βασικός μου αγώνας και πηγή κάθε μου χαράς και κάθε μου λύπης στάθηκε η αδιάκοπη και ανελέητη μάχη που γινόταν μέσα μου, ανάμεσα στη σάρκα και το πνεύμα”. Οι δύο αυτές δυνάμεις μάχονταν και αν επικρατούσε η μια θα ήμουν χαμένος”, γράφει ο Ν. Καζαντζάκης και συνεχίζει λέγοντας ότι η καρτερική του μέριμνα ήταν η εξισορρόπηση αυτών των δυνάμεων και η εναρμόνιση, η “συμφιλίωση” μέσα του. Δοκίμασε όλους τους δρόμους γι’ αυτό το λόγο: “το δρόμο της αγάπης, της επιστημονικής περιέργειας, της φιλοσοφικής έρευνας, της κοινωνικής αναγέννησης και τελικά το δύσκολο και μοναχικό μονοπάτι της ποίησης”. Όμως πάντα έφτανε στην Άβυσσο, και ξανά απ’ την αρχή. Στο Άθω, ύστερα από άσκηση σώματος και πνεύματος, “είδα καθαρά τις ματωμένες πατημασιές του (ενός κάποιου Πολεμιστή) ν’ ανεβαίνουν απ’ την ανόργανη ύλη στη ζωή κι απ’ τη ζωή στο πνεύμα. Τότε ξαφνικά έγινε μέσα μου ένα φως: η μετουσίωσή της όλης σε πνεύμα (…).Τώρα έβλεπα καθαρά την πορεία του Αόρατου και ξαφνικά ήξερα ποιο ήταν το χρέος μου: να δουλεύω αρμονικά μ’ αυτόν τον Πολεμιστή – να μετουσιώνω ακόμα κι εγώ, με τις μικρές μου δυνάμεις την ύλη σε πνεύμα, γιατί μονάχα έτσι θα μπορούσα να προσπαθήσω να φτάσω στον ανώτατο σκοπό του ανθρώπου: την εναρμόνιση με το Σύμπαν. Το ’νιωσα, κατάλαβα κι ήμουν ελεύθερος”. Και καταλήγει: “Τώρα δουλεύω και στοχάζομαι με σιγουριά, γιατί ξέρω πως η συμβολή μου επειδή ακολουθεί τα βάθη του Σύμπαντος δε θα πάει χαμένη… τούτη η αρμονία δεν είναι και πολύ παθητική, αλλά μια αδιάκοπα ανανεωμένη συμφιλίωση και συνεργασία με αντιμαχόμενες δυνάμεις στάθηκε για μένα η ελευθερία μου και η σωτηρία μου”.

10.

 Θα περιδιαβούμε Ιστορίες της λογοτεχνίας μας, εντοπίζοντας κυρίως τα σημεία εκείνα που αναφέρονται σε αυτή την οπτική – τη φιλοσοφική -  του Καζαντζάκη, κυρίως στην «Ασκητική» και στην «Οδύσεια».

  Ο Λίνος Πολίτης στη δική του Ιστορία Λογοτεχνίας σημειώνει: «Η Ασκητική είναι ένα κείμενο σχετικά σύντομο, πολύ συμπυκνωμένο, που εκφράζει τη μεταφυσική πίστη του Καζαντζάκη [...] Τη χαρακτήρισε (ενν. ο Ν.Κ.) σαν ένα βιβλίο mystique όπου διαγράφει τη μέθοδο ν’ ανεβεί η ψυχή από κύκλο σε κύκλο, ώστε να φτάσει στην ανώτατη επαφή. Οι κύκλοι είναι πέντε: Εγώ, Ανθρωπότητα, Γης, Σύμπαντο, Θεός». Ο Πολίτης δίνει σχετικές επεξηγήσεις και συνεχίζει: «Την Ασκητική θεωρούσε ο Καζαντζάκης ως το σπόρο για όλο το κατοπινό του έργο. Και έ ρ γ ο κατ’ εξοχήν (και όλα τ’ άλλα ‘πάρεργα’) θεωρούσε πάλι ο ίδιος την Οδύσσεια». Η Οδύσεια και τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη αποτελούν επιβεβαίωση των φιλοσοφικών του θέσεων. Στα έργα αυτά με λογοτεχνικά μέσα εκφράζει τις φιλοσοφικές του απόψεις και θέσεις. Ο Λίνος Πολίτης για την Οδύσεια σημειώνει ότι «μεταπλάθει στην ιδιότυπη μορφή της όλη την κοσμοθεωρία και όλη τη μεταφυσική αγωνία του δημιουργού της [...] η κεντρική γραμμή είναι η άρνηση, η κατάρριψη της τέρματος με μια καινούρια άρνηση, ο αγώνας όχι για την επιδίωξη, αλλά ο αγώνας για τον ίδιο τον αγώνα, η ελευθερία σαν άρνηση της ιδέας της ελευθερίας, η αποθέωση του κενού». Παρατηρεί ότι ο Κ. θέλησε να γράψει το έπος του σύγχρονου ανθρώπου, όχι Έλληνα ή Ευρωπαίου, το έργο δε μίλησε σε πλατύτερους  κύκλους.

   Κατά τον Στυλιανό Αλεξίου «Ελληνική Λογοτεχνία» (2010), εξάλλου, κεντρική ιδέα της Οδύσειας είναι «η εγκατάλειψη της καθημερινής ‘μιζέριας’, των μικρών φροντίδων και συμφερόντων, η ‘επιστράτευση’ του ατόμου για έναν ‘Ανήφορο’, για ολοένα υψηλότερους στόχους, πολιτικούς, κοινωνικούς, πνευματικούς». Παρατηρεί ότι η κεντρική αυτή ιδέα συνδέεται με της απόψεις που διατυπώνονται στο  φιλοσοφικό δοκίμιό του, την «Ασκητική».

   Ο Κ.Θ. Δημαράς στην Ιστορία του και άλλες εργασίες θεωρεί τον Καζαντζάκη περισσότερο θεωρητικό και φιλόσοφο, παρά λογοτέχνη. Τα δύο έργα (Ασκητική και Οδύσεια) που κατονομάζει προσιδιάζουν σ’ αυτόν το χαρακτηρισμό.

  Πολλά και ενδιαφέροντα από φιλοσοφική σκοπιά είναι όσα παρατηρεί και ο Μάριο Βίττι στη δική του Ιστορία. Φρονεί ότι ο Καζαντζάκης σε όλη του τη ζωή και σε όλα του τα έργα επιδιώκει την ανύψωση. «Η προσπάθεια και η χαρά της ανοδικής τάσης είναι ένα από τα ελάχιστα αισθήματα που τον συγκινούν ακόμη και στη λυρική του δημιουργία».

   Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ανύψωση, η άνοδος αυτή αποτελεί απήχηση του πλατωνικού σπηλαίου.

  Επανερχόμαστε στον Στυλιανό Αλεξίου, που γνώριζε από κοντά τον Καζαντζάκη και το έργο του. Διαβάζουμε: «Με την εντυπωσιακή εμφάνιση και την ισχυρή προσωπικότητά του, απέκτησε αρχικά στην Ελλάδα έναν στενό κύκλο από θαυμαστές και θαυμάστριες. Είχε όμως και αντιπάλους στον χώρο της λογοτεχνίας και της κριτικής. Η παγκόσμια διάδοση έργων του με μεταφράσεις και παραστάσεις στο θέατρο, κυρίως από το 1950 και πέρα, καθόρισε τελικά την αποδοχή του και στην Ελλάδα».

   Στη συνέχεια αφιερώνονται πολλές σελίδες στην «Οδύσσεια», που η κεντρική της ιδέα κατά τον Στ. Αλεξίου είναι «η εγκατάλειψη της καθημερινής ‘μιζέριας’, των μικρών φροντίδων και συμφερόντων, η ‘επιστράτευση’ του ατόμου για έναν ‘Ανήφορο’, για ολοένα υψηλότερους στόχους, πολιτικούς, κοινωνικούς, πνευματικούς». Παρατηρεί ότι η κεντρική αυτή ιδέα συνδέεται με τις απόψεις που διατυπώνονται στο φιλοσοφικό δοκίμιό του, την «Ασκητική».

  Ο Ν.Κ. εκτός από την «Οδύσεια» σχεδίαζε ένα δεύτερο έπος με τον τίτλο «Ακρίτας». Όπως πληροφορεί ο Αλεξίου: «Ο Καζαντζάκης προφητικά είδε ότι η ανθρωπότητα, μονόπλευρα βασισμένη στην ‘επιστήμη’, πηγαίνει προς την αυτοκαταστροφή [...] Στο έπος του Καζαντζάκη, ο Ακρίτας δημιουργεί [...] έναν Υπεράνθρωπο – Robot. Είναι η προσωποποίηση της τεχνολογίας. Στην αρχή βελτιώνει τη ζωή του ανθρώπου. Τελικά γίνεται πανίσχυρη και τον υποτάσσει».

11.

  Επανερχόμαστε στον Ανήφορο της Διόπτρας, έναν τόμο με την καλλιτεχνική φροντίδα του Γιάννη Καρλόπουλου και  με πρωτότυπη συναρπαστική γραμματοσειρά. 

  Θα προσθέσουμε κλείνοντας κάποια χαρακτηριστικά σημεία, ως «κατακλείδα» της παρουσίασής μας.

  Στον Πρόλογο του Νίκου Μαθιουδάκη και της Παρασκευής Βασιλειάδη διαβάζουμε:

«Σήμερα ειδικά αποδεικνύεται η αναγκαιότητα της έκδοσης του γνωστού-αγνώστου έργου, καθώς  αποτελεί μια κοινωνικοπολιτική αποτύπωση της μεταπολεμικής εποχής τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρώπης, αναδεικνύοντας το ζήτημα της ενσυναίσθησης του ανθρώπου προς τον άλλο άνθρωπο και την ανάγκη του αναστοχασμού των εμπειριών του παρελθόντος».

 Στο Σημείωμά  της η Επιμελήτρια  Βίκυ Κατσαρού  τονίζει ότι «Ο Νίκος Καζαντζάκης αναμετρήθηκε με όλα τα μεγάλα προβλήματα και μελέτησε τα πολιτικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά ζητήματα της εποχής του επιδιδόμενος σε έναν βαθύ εσωτερικό διάλογο. Επιπλέον, ξεπερνώντας τα σύνορα της Ελλάδας, αναζήτησε απαντήσεις παντού στον κόσμο, προσδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στη γραφή του παγκόσμια διάσταση».

   Στο Επίμετρο του ΝΜ και της Παρασκευής Βασιλειάδη  ο αναγνώστης και η αναγνώστρια βρίσκει συγκεντρωμένα πολλά στοιχεία και πληροφορίες. Επιλέξαμε δύο σημεία, που συμβάλλουν στην ανάγνωση και αξιολόγηση του έργου.

  Καθώς ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο Καίμπριτζ στις 30 Ιουλίου 1946 γράφει σε επιστολή του στην Ελένη Καζαντζάκη:  «Έχω το σχέδιο του βιβλίου. Θα είναι μυθιστόρημα, γιατί οι εδώ διανοούμενοι δε μου έδωκαν υλικό. Τρία μέρη: Κρήτη, Αγγλία, Μοναξιά».

 Από την ενότητα για το ίδιο το έργο διαβάζουμε:

«Στο μυθιστόρημα Ο Ανήφορος περιγράφεται η προσωπική περιπέτεια ενός συγγραφέα, ο  οποίος ταλανίζεται μεταξύ θεωρίας και πράξης […] Παρακολουθούμε την προσωπική του αγωνία και την εσωτερική του πάλη γύρω από το χρέος του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στα προβλήματα του κόσμου και στην παγκόσμια δεινή κατάσταση».

*

  Ο Νίκος Καζαντζάκης αποτελεί μια αρχαία μου αγάπη. Το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο «Επίδραση των Ιδεών του Νίτσε στην Ελληνική διανόηση και η υπέρβασή τους από τον Καζαντζάκη», ακολούθησαν πολλές εργασίες και δημοσιεύσεις, ενώ  τα τελευταία χρόνια δημοσιεύθηκε το βιβλίο «Σαν το παλιό κρασί … 60 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη» (2018). Η κυρίαρχη ματιά μου επιβεβαιώνεται από το νέο έργο του. Φρονώ, μάλιστα,  ότι «Ο Ανήφορος» είναι ένα έργο που προσθέτει νέα στοιχεία για την προσέγγιση του Καζαντζακικού  κόσμου.

12.  

  Στο διαδίκτυο μπορείς να βρεις φράσεις και αποφθέγματα πολλών ελλήνων και ξένων. Βρήκα πολλά για τον Νίκο Καζαντζάκη. Στο blog της Διόπτρας συνάντησα αυτά τα δέκα «χαμένα διαμάντια»:

«Δε με νοιάζει ο θάνατος» συλλογίζουνταν «με νοιάζει η φθορά· αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω…»

Ο Θεός να μη δώσει του  ανθρώπου τα όσα μπορεί να βαστάξει.

Αντέχει ο άνθρωπος, κυρά  μου, είπε ο Μανολιός, αντέχει. Το σίδερο, η πέτρα, το  διαμάντι δεν αντέχουν, ο άνθρωπος αντέχει.

Ένα  σκουλήκι με τρώει, αδέρφια! Κοιτάζω πίσω, θωρώ τη ζωή μου・ κοιτάζω  ομπρός, θωρώ το  θάνατό μου・ και συλλογιέμαι: Από πού ερχόμαστε, βρε παιδιά, από πού ερχόμαστε και πού πάμε; Να το  σκουλήκι που με  τρώει!

Όταν έβλεπε γύρα του την ασκήμια, τη φτώχεια, την  αδικία, πονούσε・ κι έκραζε βοήθεια τις λέξες, έβανε μέσα  τους τον πόνο του,  χωρούσε όλος, κι αλάφρωνε.

Όποιος  διαβάζει ένα κείμενο, αν  θέλει να το νιώσει, ένα και μόνο έχει να κάνει: να  συντρίβει τη φλούδα, σκληρή ή μαλακιά, της κάθε  λέξης και ν’ αφήνει το  νόημά της να ξεσπάει μέσα στην καρδιά  του.

Στη σημερινή κρίσιμη ιστορική στιγμή, όπου  οι δυο κόσμοι πάνοπλοι  συγκρούουνται  με τόση μοιραία αναγκαιότητα, το  να ’σαι λεύτερος θεωρείται ύποπτο κι  επικίντυνο. Ύποπτος  θεωρείται  σήμερα ο άδολος λογισμός.

Όταν τα βλέπεις από ψηλά όλα τούτα τα κομμάτια της  γης, νιώθεις πως είναι ένα,  πως σύνορα δεν υπάρχουν και πως  μονάχα ο νους που βλέπει από πολύ χαμηλά μπορεί να  μισήσει.

Δεν  υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει θάνατος・ το  ξέρουμε πια καλά εμείς οι  δυο・ υπάρχει αγάπη.

Σκλάβοι γεννηθήκαμε και πολεμούμε όλη μας τη ζωή να γίνουμε ελεύτεροι.

 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2023

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου 

Κοινωνικά
Πολιτιστικά