Ένα «ΟΧΙ», ένα σημάδι….

Είναι ένα «ΟΧΙ», που το είπαν άλλοι. Όχι εμείς. Δεν είχαμε την επιλογή ή ακόμα και το δίλημμα. Απλώς κληθήκαμε να το «υπερασπιζόμαστε» να το τιμούμε…

Η μεγαλύτερη, η πιο λαμπρή ιστορική στιγμή των νεώτερων χρόνων αυτής της χώρας, είναι ο Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος. Ακολούθησαν μαύρες, που ήρθαν να προστεθούν σε προηγούμενες. Σε στιγμές, που διήρκησαν αιώνες, που βάστηξαν γενιές -και τις γενιές τους. Κι όμως, σε αυτό το ηλιόλουστο…ρεπό της σύγχρονης ιστορίας μας, εκείνη η γενιά, αποφάσισε πως αλλιώς θα γίνουν τα πράγματα.

Ένα: «Όχι, δε θα περάσουν», από έναν δικτάτορα, μια μεγάλη επιχειρησιακή οργάνωση που προηγήθηκε, η κατασκευή των Οχυρών, το κρυφτό στις Επικοινωνίες, μια Έλλη... Γιατί, ο τορπιλισμός του καταδρομικού ανήμερα του 15Αύγουστου στην Τήνο, προσέθεσε το ειδικό του βάρος: θύμωσε, πόνεσε, εξόργισε, συσπείρωσε τους Έλληνες…

Κι όταn εκείνη η ντελικάτη ουδετερότητα κατέπεσε, τότε, το Προσκλητήριο των Ανθρώπων, ήταν ένας απλός μονόδρομος. Μια περπατησιά στιβαρή μα και ανάλαφρη, σαν τα χρόνια που κουβαλούσαν εκείνοι οι πιτσιρίκοι, οι φρέσκοι, οι άμυαλοι, οι μη έχοντες φρόνηση και καρδιά…

Αυτό το τελευταίο, αποζητούσα να το ακούω, ξανά και ξανά, όταν ήμουν παιδί. Κι έβαζα τη γιαγιά να το διηγείται. Πάντα, από το συγκεκριμένο εκείνο σημείο, που οι παλιότεροι έλεγαν με απαξίωση (και ίσως και με κάποια κρυφή ικανοποίηση) γι’ αυτούς τους νέους -τους «άλλους»: «Αυτοί, αυτοί, που νοιάζονται μονάχα για το τι θα φάνε, τι θα φορέσουν, πώς θα διασκεδάσουν και πως… Αυτοί θα πολεμήσουν για την Ελλάδα;»…

Την ξαναθυμήθηκα τη γιαγιά, λίγες μέρες πριν, στον εορτασμό των 101 χρόνων από την απελευθέρωση της Ξάνθης. Όταν τα «σταράκια» ντύθηκαν τη στολή και κοιτούσαν με αποφασιστικότητα και περηφάνεια, με μια, «εις τους αιώνας» σιγουριά τον φακό. Αυτά τα πάνινα, τα λιανά, τα ξεχαρβαλωμένα από τις διαδρομές και τα χασίματα, τους πόθους και τις απογοητεύσεις, τις ονειροπολήσεις και τις προσωπικές και συλλογικές μας τραγωδίες -«εις τους αιώνας»…

Σαν κύκλος, αέναος…

Γιατί, μόνον έτσι, οι «άλλοι» γίνονται «εμείς».

Όπως τον περασμένο Φεβρουάριο, στον Έβρο. Οι άνθρωποι των συνόρων κινήθηκαν αυτόματα προς τη Γραμμή. Χωρίς καθοδήγηση, ούτε -καν- προσκλητήριο και σίγουρα, χωρίς μιαν Έλλη…

Ίσως, νωρίτερα να έπιναν καφέ να έκαναν κοπάνα από το γραφείο να γκρίνιαζαν για τα λεφτά να επέλεγαν αποκριάτικη στολή ή προορισμό για τα Κούλουμα να μάλωναν για τα πολιτικά, το πρωτάθλημα, το δέντρο του γείτονα που λερώνει, με τα πεσμένα φύλλα του, την αυλή τους -ποιος ξέρει;

Μα εκείνη την ώρα, βουβοί και μόνοι υπερασπίστηκαν ένα ΟΧΙ. «Εις τους αιώνας»...

Φέτος, οι εορτασμοί δε θα θυμίζουν πολλά από το παρελθόν -όπως και η ζωή μας. Η θρυλική κανονικότητά μας, αφού την ενταφιάσαμε -επισήμως, τουλάχιστον- με συνοπτικές διαδικασίες (ένεκα της επιβίωσης) συμπαρέσυρε μαζί της και όλες τις εκφάνσεις… «του πρότερου έντιμου βίου μας».

Φέτος, ο κόβιντ έχει τα δικά του «όχι». «Όχι στις παρελάσεις», αλλά «όχι και στις συναθροίσεις» -όχι στα «πολλά πολλά, που ήξερες»…

Όμως κι αν ακόμα, πρέπει να ξεχάσουμε «αυτά που ξέραμε», ένα μένει στη σειρά για να απαντηθεί: Πώς φτιάχνεται μια γιορτή χωρίς το «μαζί»;

Πώς σημειώνονται «παρουσίες», πώς φτιάχνονται «στεφάνια», πώς αποδίδονται τιμές, σ’ αυτούς τους «άλλους» που καταδέχτηκαν να γίνονται «εμείς»;

Σ’ αυτούς, που αγαπήθηκαν σε κάθε πανηγυρικό, ή στεφάνι, στην καλοσιδερωμένη μαθητική στολή, στα ανεμίζοντα σημαιάκια, στεριωμένα σε παιδικά χέρια -αλλά και σε καρδιές…

Όμως, αν οι καρδιές, μπορούν να στερεώσουν ένα σημαιάκι μπορούν και ένα ΟΧΙ… Να το στεριώσουν και να το τιμήσουν. Κι ας μην το είπαν αυτές. Κι ας το είπαν άλλες…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνταξη: Ελευθερία Μούκανου

Φωτογραφία: ΑΠΕ

 

Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά