"Το πάσχα ως ανάμνηση!" του Σόλωνα Σαρακενίδη.

Το πάσχα των παιδικών μας χρόνων, ήταν συνήθως γιορτή της υπαίθρου και του προαύλιου χώρου της εκκλησίας. Εκεί που τις άλλες μέρες παίζαμε μπάλα-στο προαύλιο της εκκλησίας και όταν, ενίοτε, η μικρή μας μπάλα διαπερνούσε τα κάγκελα των παραθύρων και κατέβαζε το τζάμι, ο καντηλανάφτης ήξερε και δεν ανησυχούσε, πέρα από τις συνηθισμένες παραινέσεις. Βάζαμε-όσοι είχαμε-από ένα μισόφραγκο και πηγαίναμε στον παρακείμενο μαραγκό-που περνούσε και τζάμια-και ξαναβάζαμε τα πράγματα στην θέση τους.

 Ετσι είχαμε κερδίσει το δικαίωμα να μετατρέπουμε την μικρή αυλίτσα της εκκλησίας σε γήπεδο. Σ αυτόν , τον ίδιο χώρο, λοιπόν παιζόταν για μας και από μας, το παρασκήνιο του θείου δράματος. Είχαμε κατά κάποιο τρόπο, αναλάβει το σάουντρακ της υποβολής σε κατάνυξη των περιοίκων, χτυπώντας , με βάρδιες, σε ρυθμό "λυπητερό" την καμπάνα. Το σκοινί της οποίας, χοντρό και στέρεο,-αργότερα όταν διάβαζα Ρίτσο το θυμήθηκα-ήταν σαν να μας είχε δοθεί μέσω αυτού μια μικρή εξουσία, για να υποβάλλουμε στους ακροατές της την επιβαλλόμενη λύπη για τον Χριστό , που εκείνη την ώρα τραβούσε τα μύρια όσα. 

Η εκκλησία για μας, ήταν τότε ο χώρος, που μας παρείχε δροσιά το καλοκαίρι-εκείνη η ήρεμη "ψύχρα" του εξώστη δεν ξεχνιέται-και ζεστασιά τον χειμώνα, γύρω από την μεγάλη σόμπα. Βοηθούσαμε-ή έτσι νομίζαμε-τους ψαλτάδες στο ισοκράτημα-κυρίως στον αριστερό που ήμουν εγώ-και τον παπά στα τελετουργικά εντός του ιερού. Είμασταν τα λεγόμενα παπαδάκια. Την Μ.Πέμπτη το βράδυ, που στόλιζαν κατά κανόνα τα κορίτσια τον επιτάφιο, είχαμε και τα πρώτα σκιρτήματα, τους πρώτους ανεκπλήρωτους έρωτες, βαρειά αρρώστεια, θανατερή. Εκτός αυτού ένα άλλο πλεονέκτημα που "κερδίσαμε" την μ. εβδομάδα, ήταν , η άνευ περιορισμών , κυκλοφορία μας, γιατί τις υπόλοιπες μέρες είχαμε όριο. 

Το βράδυ του μ. Σαββάτου, κοιμόμασταν νωρίς και γύρω στις 11 άρχιζαν τα πρώτα σκουντήματα για το ξύπνημα. Με την λαμπάδα στο χέρι και ένα γερο αυγό στην τσέπη, πηγαίναμε στην εκκλησία-μερικοί και με τα πιστόλια στην τσέπη, καουμπόηδες του πάσχα, με τις τάπες στην άλλη, να γιορτάσουμε εμφαντικά και να τρομάξουμε τα κορίτσια. Στο λεγόμενο "φιλί της αγάπης" κάποιες φορές-βοηθούσε βέβαια σ αυτό και η εκ των προτέρων προσέγγιση σε εύφορη περιοχή-μπορεί να εισπράτταμε κάποιο αξιόλογο φιλί, που το αξιοποιουσαμε αργότερα τα βράδυα. Αν γυρνούσες χωρίς αυγό στο σπίτι-αν σου το είχανε σπάσει το έπαιρναν-περίμενε η μαγειρίτσα και άλλο αυγό...κι αυτό ήταν όλο. 

Δεν συνηθίζαμε τις σούβλες στην περιοχή μας. Αρνί με πατάτες στον φούρνο ή με ρύζι (που το πηγαίναμε χύμα στον φούρναρη και το πρόσθετε αυτός την κατάλληλη στιγμή) για να φτουρίσει το φαγητό...μεγάλες οικογένειες με κανέναν παππού επί πλέον που έρχονταν συνήθως από το χωριό. Και μετά άρχιζε η ιεροτελεστία της άνοιξης. Τελείωνε το σχολείο και πετούσαμε τα παπούτσια, που τα ξαναφορούσαμε τον Σεπτέβρη όταν άνοιγε πάλι. Ολη αυτή η "αλλαγή" του πάσχα έχει καταγραφεί με έναν τρόπο στην μνήμη, όχι απαραίτητα νοσταλγικό, δεν ξέρω αν αυτή η νοσταλγία που εκφράζεται πολλές φορές από μας τους μεγαλύτερους, είναι πραγματική. Ηταν πιο πολύ ένα σκηνικό για τα παιχνίδια μας, που άλλαζαν, προς στιγμήν, περιεχόμενο. Η αγωνία της μάνας αν θα πετύχουν τα τσουρέκια της, να τα φυλάξει μετά μέχρι την Κυριακή (κυρίως τα αμύγδαλα που με έναν περίεργο τρόπο εξαφανίζονταν)

. Και μετά ακολουθούσε η ίδια αγωνία για το καθημερινό φαγητό, το σχολείο, ο μισθός του πατέρα που όσο και να τον τραβούσες δεν μεγάλωνε, τα αποφόρια των μεγάλων αδελφών , που τα βόλευε η μάννα πάντοτε για μένα τον στερνό. Αλλά να, υπάρχει ένα φωτάκι νοσταλγίας, οι μυρουδιές που τα ξαναθυμίζουν όλα αυτά, όπως και οι καγχασμοί κάποιων που θα το διαβάζουν τώρα αυτό και ακούγονται μέχρι εδώ :) Εύχομαι σε όλες/ους σας να νοιώσετε ότι επιθυμείτε αυτές τις μέρες και κυρίως αυτή η αναμενόμενη ανάσταση από πολλούς από σας (έτσι ακούω και διαβάζω) ας μην είναι πρόσκαιρη.

Σ.Σαρακενίδης

Εκπαιδευτικά
Κοινωνικά
Πολιτικά
Τοπικά