Το Μήνυμα της Κυριακής από τη Μητρόπολη Ξάνθης: «Υπάρχουν όρια στην Ανθρωπιά;»

Είναι σωστό και κατανοητό, ενώ βιάζεσαι να πας στη δουλειά σου, στο γραφείο σου, στις υποθέσεις σου, να σταματήσεις στο δρόμο για να βοηθήσεις κάποιον πάσχοντα με κίνδυνο να καθυστερήσεις, να ζημιωθείς και ίσως και να παρεξηγηθείς; Η οργάνωση και ο ρυθμός της ζωής, το πρόγραμμα και οι διάφορες ασχολίες αποδιώχνουν πολλές φορές τα αισθήματα αγάπης και κάνουν δύσκολη την εφαρμογή της.

Μιλούμε για την αγάπη σαν το κεντρικότερο στοιχείο του χρίστιανισμού, αλλά ξεχνούμε ότι αυτή είναι η μάλλον πρέπει να είναι και το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της χριστιανικής ζωής μας. Έτσι ενώ πολύ συχνά παραλείπουμε να δείξουμε την αγάπη μας σ' αυτόν που την χρειάζεται, έχουμε πάντα για τον εαυτό μας μια ευλογοφανή δικαιολογία.

Η παραβολή του εύσπλαχνου Σαμαρείτου έρχεται να μας θυμίσει μερικές οδυνηρές αλήθειες και να μας δώσει μια εικόνα της πραγματικής αγάπης. Άντίθετα απ' ο,τι θα περίμενε κανείς, ένας ιερεύς και ένας λευίτης περνώντας από τον δρόμο που οδηγεί άπό την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ «αντιπαρέρχονται» τον πληγωμένο και σχεδόν μισοπεθαμένο οδοιπόρο που έπεσε σε ληστές. Για ποιό τάχα λόγο δεν σταματούν; Μήπως φοβούνται ότι θα υποστούν και αυτοί την ίδια τύχη αν καθυστερήσουν το ταξίδι τους;

Είναι παρατηρημένο ότι ο φόβος της προσωπικής ζημίας και η ανάγκη αυτοπροστασίας συντελούν αναπόφευκτα στην παράλειψη του έργου της αγάπης. Μήπως βιάζονται για να μεταβούν έγκαιρα στην υπηρεσία τους, σε κάποιο ιερατικό καθήκον, σε κάποια αποστολή; Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές ευσεβείς και δικαιολογημένες κατά πάντα προφάσεις στέκονται εμπόδιο στο να συμπαρασταθούμε κάποιον που βρίσκεται σε άμεση ανάγκη. Μήπως τον μισοπεθαμένο άτυχο οδοιπόρο τον θεώρησαν νεκρό και θέλησαν να αποφύγουν την επαφή με νεκρό τηρώντας την σχετική διάταξη του Μώσαϊκού Νόμου; Ο τύπος πολύ συχνά κυριαρχεί επάνω στην ουσία και συμπνίγει τις αυθόρμητες εκδηλώσεις. Μήπως απλώς και χωρίς ιδιαίτερο λόγο αδιαφορούν; Η εποχή μας έχει να δώσει πολλά απάνθρωπα παραδείγματα τέτοιας θανατηφόρου αδιαφορίας.

Η παραβολή δεν μας δίνει καμία εξήγηση για τη στάση των δύο ιερωμένων. Θέλει να τονίσει πέρισσότερο την στάση του τρίτου προσώπου της διηγήσεως, του Σαμαρείτη, ενός ανθρώπου που για τον Ιουδαίο σημαίνει ακάθαρτος, αιρετικός, απόβλητος.

Η αγάπη είναι μια προσωπική συνάντηση με τον πάσχοντα, με τον πτωχό, με τον δυστυχισμένο.

Η αγάπη δεν προέρχεται από ένα οίκτο της στιγμής, από μια συμπάθεια για τον δυστυχισμένο, αλλά είναι άνιδιοτελής και ολοκληρωτική προσφορά, κατά το πρότυπο του Χριστού.

Αλλά και ένα ακόμη χαρακτηριστικό της αγάπης βγαίνει από την στάση του Σαμαρείτη. Η αγάπη δεν γνωρίζει όρια και περιορισμούς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου 

Θρησκευτικά
Κοινωνικά
Τοπικά