Τηλεόραση: Ένα μέσο ψυχαγωγίας και ενημέρωσης σε παρακμή. Γράφει ο Γιώργος Μπόσκου

 

Οι σημαντικές τεχνικές ανακαλύψεις του 19ου αιώνα, όπως το τηλέφωνο και ο τηλέγραφος, που βασίστηκαν στις εφαρμογές του ηλεκτρισμού, έθεσαν ουσιαστικά τα θεμέλια της σύγχρονης εποχής. Ειδικά δε στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων ψυχαγωγίας και ενημέρωσης, την αρχή την έκανε η εφεύρεση του φωνογράφου το 1877, από τον Αμερικανό εφευρέτη και επιχειρηματία Τόμας Άλβα Έντισον.

Ο φωνογράφος ήταν μια πρώιμη συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου. Αποτέλεσε τη βάση για πολλές άλλες παρόμοιες συσκευές που θα ακολουθούσαν στο μέλλον, όπως το γραμμόφωνο, που υπήρξε ο άμεσος απόγονος του φωνογράφου.

Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η περαιτέρω εξέλιξη της τεχνολογίας και η ευρεία χρήση του ηλεκτρισμού, οδήγησαν και σε άλλες εφευρέσεις, όπως το ραδιόφωνο. Το τελευταίο υπήρξε το πρώτο ηχητικό μέσο ψυχαγωγίας αλλά και ενημέρωσης, που μπήκε στα σπίτια, και αποτέλεσε για πολλά χρόνια τη βασική οικιακή ψυχαγωγία πολλών οικογενειών.

Ωστόσο, υπήρχε ένα στοιχείο που έλειπε, το οποίο σε συνδυασμό με τον ήχο, θα αποτελούσε ένα εντυπωσιακό τεχνικό επίτευγμα: Αυτό το στοιχείο ήταν η εικόνα. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη από το 1896 και έπειτα, αυτό είχε επιτευχθεί με τον κινηματογράφο, που συνδύαζε τον ήχο με την εικόνα. Αλλά,  στο πλαίσιο της οικιακής ψυχαγωγίας, η εικόνα δεν υπήρχε ακόμη καθώς  το ραδιόφωνο κάλυπτε μόνο το ηχητικό κομμάτι. Αυτό το κενό ήρθε να το συμπληρώσει η εφεύρεση της τηλεόρασης.

 Ετυμολογικά, η λέξη τηλεόραση είναι σύνθετη. Προκύπτει από τη σύνθεση του αρχαίου προθέματος «τηλε», που σημαίνει μακριά, και του ουσιαστικού όραση, από το ρήμα ορώ=βλέπω. Οπότε, τηλεόραση σημαίνει το να βλέπεις κάτι από μακριά.

Ως συσκευή, η τηλεόραση προβάλει εικόνες και ήχους σε μακρινές αποστάσεις, με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο πολύ γνωστό έργο «Αληθινή ιστορία», που γράφτηκε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ.  από τον  Έλληνα ρήτορα και σατιρικό συγγραφέα Λουκιανό, υπάρχει αναφορά σε κάτι που παραπέμπει στη τηλεόραση. Ο συγγραφέας μίλησε για «ένα κάτοπτρο, στο οποίο μπορούσε να δει κανείς όλες τις πόλεις και τα έθνη όπως είναι».

Οι πρώτες επιτυχημένες τηλεοπτικές μεταδόσεις έγιναν στη  Μεγάλη Βρετανία μεταξύ των ετών 1928 και 1935, με τη χρήση των πομπών μεσαίων κυμάτων του BBC. Έκτοτε, και ειδικά μετά το 1946, η τηλεόραση αρχίζει να διαδίδεται όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα την μαζική παραγωγή τηλεοπτικών συσκευών. Ήδη, στη δεκαετία του 1950, σε ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, όπως οι ΗΠΑ, η τηλεόραση αποτελούσε πλέον το πιο δημοφιλές μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, έχοντας μπει σχεδόν σε όλα τα αμερικάνικα νοικοκυριά. Ειδικά, η προσθήκη του χρώματος στην εικόνα, έκανε το μέσο ακόμη πιο ελκυστικό για τον θεατή.

Στη χώρα μας, η τηλεόραση άργησε να έρθει, σε σχέση με τον ανεπτυγμένο κόσμο της Δύσης. Ουσιαστικά, η ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης ξεκινά στις 23 Φεβρουαρίου 1966. Στην αρχή, η μετάδοση ήταν σε ασπρόμαυρο φόντο και η εμβέλεια ήταν μικρή. Στην πρωτεύουσα της χώρας δεν υπήρχαν πάνω από 1000 τηλεοράσεις. Αργότερα όμως, με την σταδιακή τεχνολογική εξέλιξη του μέσου, και τη προσθήκη και του χρώματος, η τηλεόραση κατέκτησε και τα ελληνικά σπίτια, και ειδικά από το 1980 και μετά, δεν υπήρχε σχεδόν ελληνικό νοικοκυριό που να μην διέθετε συσκευή τηλεόρασης.

Παρά τη ραγδαία ανάπτυξή της και τη μεγάλη δημοτικότητα της, σε σχέση με τα άλλα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, η τηλεόραση παρουσιάζει, ειδικά κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, μια φθίνουσα πορεία.

Όσο αφορά τη χώρα μας, η τηλεόραση ξεκίνησε με δύο κρατικούς σταθμούς, που μετέδιδαν προγράμματα ενημερωτικά και πολιτιστικά, τα οποία χαρακτηρίζονταν από καλή ποιότητα, κατά γενική πλειοψηφία. Αλλά από το 1988 και μετά, με την εισαγωγή της δορυφορικής τηλεόρασης και των ιδιωτικών καναλιών, τα πράγματα άλλαξαν σημαντικά στο τηλεοπτικό τοπίο. Στο όνομα της τηλεθέασης και του αθέμιτου ανταγωνισμού, τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια εισήγαγαν εκπομπές ψυχαγωγικού περιεχομένου αρκετά χαμηλής  ποιότητας. Ήδη, από τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, τα λεγόμενα πρωινάδικα και τα διάφορα  τηλεοπτικά σόου, κακέκτυπα αντίστοιχων εκπομπών του εξωτερικού, κατέκλυσαν τις ελληνικές τηλεοπτικές οθόνες. Χαρακτηριστικά αυτών των εκπομπών, που συνεχίζουν δυστυχώς  και σήμερα να θολώνουν ποιοτικά το τηλεοπτικό μας τοπίο, είναι το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης των παρουσιαστών του, η θεματική γύρω από θέματα κουτσομπολίστικου περιεχομένου (βλέπε lifestyle των επωνύμων) και η ευτελής ψυχαγωγία, με καλεσμένους «καλλιτέχνες» και επώνυμους αμφιβόλου ποιότητας αλλά και ήθους.

Εκτός όμως από τα προαναφερθέντα, τα reality shows αποτελούν και αυτά ένα μεγάλο πλήγμα για την ελληνική τηλεόραση. Η παγκόσμια αυτή τάση να παρακολουθείς τηλεοπτικά την καθημερινότητα μιας κλειστής ομάδας ανθρώπων, σε διάφορες συνθήκες,  έχει εισβάλλει και στη χώρα μας εδώ και πολύ καιρό.  Η έλλειψη ουσιαστικών ενδιαφερόντων ή απλά το κυνήγι του κέρδους, οδηγεί πολλούς και πολλές στο να αποφασίσουν να εκθέσουν τηλεοπτικά τον εαυτό τους, παραβιάζοντας ηθελημένα τα δικά τους  προσωπικά δεδομένα, για το «καλό» της τηλεθέασης και της ευμάρειας των καναλιών.

Σε αυτό το άσχημο τηλεοπτικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί, η ελληνική γλώσσα  υποφέρει και αυτή στα στόματα πολλών ημιμαθών τηλεπαρουσιαστών και τηλεπαρουσιαστριών των ψυχαγωγικών εκπομπών της πρωινής ζώνης. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούν πληθώρα ξενικών λέξεων και εκφράσεων, για να είναι πιο “in” γλωσσικά,  υποπίπτοντας παράλληλα  και σε πολλά εκφραστικά αλλά και συντακτικά λάθη. Οι νέες όμως γενιές τηλεθεατών γίνονται κοινωνοί των λανθασμένων κωδικών γλωσσικής επικοινωνίας και έκφρασης όλων αυτών των «εκπροσώπων» της τηλεόρασης, με αποτέλεσμα να διδάσκονται μια κακοποιημένη εκδοχή της μητρικής τους γλώσσας.

Και στο σημείο αυτό, θα ήθελα να  αναφερθώ και πάλι στην χαρακτηριστική απουσία της ελληνικής πνευματικής ηγεσίας, η οποία παρακολουθεί παθητικά το παρακμιακό τηλεοπτικό γίγνεσθαι, και επιτρέπει σε μια μειοψηφία καναλαρχών και τηλεπαρουσιαστών να διαμορφώνουν, μέσα από το ισχυρό αυτό μέσο, τα σύγχρονα ήθη της χώρας μας, και να μετατρέπουν  τις νέες γενιές σε άβουλους θεατές, που αποδέχονται ότι τους πλασάρεται, δίχως ίχνος κριτικής σκέψης και προβληματισμού.

Η τηλεόραση είναι ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια των ιθυνόντων  για τον έλεγχο και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Για αυτό και οφείλουμε να ανακόψουμε τη παρακμιακή της πορεία, αν θέλουμε να προστατεύσουμε το ήθος και την ποιότητα μας.

 

 

 

 

 

 

 

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Εκπαιδευτικά
Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά