Η ΠΑΛΙΑ ΜΑΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ – … ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ. Γράφει ο Θανάσης Μουσόπουλος

 

Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει η εκδοτική συνήθεια να δημοσιεύονται πεζογραφήματα με ορισμένη θεματολογία και μέγεθος. Συνήθως πρόκειται για μυθιστορήματα, ενώ οι νουβέλες και τα διηγήματα σπανίζουν. Είναι τα λεγόμενα ευπώλητα. Όχι ότι δεν υπάρχουν άξια έργα ανάμεσα στα πολυδιαφημιζόμενα.

  Το πρόβλημά μου είναι ότι προβάλλονται τα πρόσφατα, ενώ αγνοούμε τα παλιότερα. Μου μοιάζουν με τα κινηματογραφικά έργα της σύγχρονης παραγωγής, και με τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

  Αυτό το καλοκαίρι είχα την ευκαιρία να διαθέτω μια σειρά από τις εκδόσεις της Νεφέλης «Η πεζογραφική μας παράδοση». Διάβασα ως τώρα τρεις τόμους  της σειράς συγγραφέων μας που γεννήθηκαν πριν από εκατόν πενήντα χρόνια περίπου και τα έργα τους είναι εκατόν δέκα χρόνων και βάλε. Τα διηγήματα – γιατί διηγήματα επέλεξα – τα είδα ως τεκμήρια μιας εποχής σημαντικής και ενπολλοίς άγνωστης σε μας τους επιγόνους. Κάποια διηγήματα θα γίνονταν ωραίες ταινίες…

  Κατά σειρά γέννησης πρόκειται για τον Αντώνη Τραυλαντώνη, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γιάννη Καμπύση.

 Ο Αντώνης Τραυλαντώνης  (1867 – 1943) Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Στα μαθητολόγια του γυμνασίου τον συναντούμε ως Χρυσικόπουλο. Με το αυτό όνομα και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Στρατολογική Υπηρεσία όμως, φέρεται εγγεγραμμένος ως Τραυλαντώνης και αυτό το όνομα διατηρεί στη συνέχεια. Έφτασε μέχρι το βαθμό του εκπαιδευτικού συμβούλου. Με τη διδακτική πείρα που διέθετε προσπαθεί να αναμορφώσει τα «Νεοελληνικά Αναγνωστικά». Διετέλεσε πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου μέχρι το 1926. Συγγράφει στη δημοτική γλώσσα. Έγραψε διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα.

  Στη σειρά της Νεφέλης διάβασα τη συλλογή «Η εξαδέλφη και άλλα διηγήματα». Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε: Κατεξοχήν συγγραφέας «ελασσόνων τόνων», ό Αντώνης Τραυλαντώνης παραμένει μια διακριτική όσο και στερεή φυσιογνωμία στην πεζογραφία μας, με τα ηθογραφικά, σε πρώτη ανάγνωση, διηγήματα του. Εντούτοις, ξεπερνώντας το πλαίσιο των προδιαγραφών του είδους (ο ίδιος διέστελε πολύ εύστοχα την ηθογραφία απ ο την «εθιμογραφία»), προχωρεί βαθύτερα στην ανίχνευση της εσωτερικής καί όχι εξωτερικής ή γραφικής τοπιογραφίας, ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο, τα καθημερινά του προβλήματα, την ψυχική του περιπέτεια, τα μικρά ή μεγαλύτερα βάσανά του.

  Εκτός από την «Εξαδέλφη» που χαρακτηρίζεται ως νουβέλα, εξαιρετικό, διάλεξα το διήγημά του «Ο Κοψοπόδαρος» που έχει σχέση με την εκπαίδευση και τους δασκάλους. Περιγράφονται δύο δάσκαλοι, ο Πήττας και ο Κοψοπόδαρος, και τα δύο ήταν παρατσούκλια. Ο πρώτος γιατί αγαπούσε τις πήττες (έτσι τις γράφει), ο δεύτερος το χρωστούσε  στη φιλαργυρία του. Μια δυνατή προσωπικότητα. Πολλά χρόνια μετά το θάνατό του λέει μια παλιά του μαθήτρια στα παιδιά της για τον δάσκαλο αυτόν «Εδώ, παιδιά μου, είναι θαμμένος ένας άμοιρος, που αγωνίστηκε και στερήθηκε σ’ όλη του τη ζωή για σας».

   Και συμπληρώνει ο συγγραφέας: «Δεν έζησεν άδικα κι ο Κοψοπόδαρος».

   Για τούτη τη φράση έκλαψα και θυμήθηκα τους δασκάλους και τις δασκάλες μου, όλοι τους τι καλό μου έκαναν.

   Ο Κωνσταντίνος (Κώστας) Χατζόπουλος (11 Μαΐου 1868 – Ιούλιος 1920) ήταν μυθιστοριογράφοςποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμούστην Ελλάδα. «Προσανατολίζεται προς έναν Nατουραλισμό ηθογραφικό, όπου καταγγέλλει χωρίς επιείκεια τα ελαττώματα και ιδιαίτερα τη στυγνή συμφεροντολογία της αγροτικής κοινότητας […], τη συναισθηματική αποστέγνωση που μοιραία επιφέρει ο φετιχισμός του χρήματος και της ιδιοκτησίας» (M. Vitti, 1978, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας, σελ. 285). O Kωνσταντίνος Xατζόπουλος σήμανε την «πνευματική γέφυρα» μεταξύ του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος και της λιμνάζουσας ελληνικής σκέψης, κατά τον K. Oυράνη.

  Από τα έργα του στην  πεζογραφία ανήκουν : «Το φθινόπωρο» (1917), «Αγάπη στo χωριό» (1910), «O πύργος του Aκροποτάμου» (1915), «Τάσω, Στό σκοτάδι και άλλα διηγήματα» (1916), «Aννιώ» και άλλα διηγήματα (μεταθανάτια έκδοση, 1923), «Υπεράνθρωπος» (1915) Στα έργα του αυτά ακολούθησε τις αρχές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, εκτός από το Φθινόπωρο που είναι γραμμένο με την τεχνική του συμβολισμού. Σε όλα διαφαίνεται ο κοινωνικός προβληματισμός, κυρίως για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία.

  Στη σειρά της Νεφέλης διάβασα τον τόμο «Το όνειρο της Κλάρας και άλλα διηγήματα» που περιέχει εννιά πεζογραφήματα. Στο διήγημα «Ο πύργος του Αλιβέρη» παρακολουθούμε την επιθυμία για διάκριση των νέων ποιητών και συγγραφέων της εποχής εκείνης.

  «Μας το διάβαζε σκηνές – σκηνές, κεφάλαια – κεφάλαια, όπως τα έγραφε, όπως τα διόρθωνε. Να μας το διαβάσει  ολάκερο δεν ήθελε όμως. Ήθελε να μας ξαφνίσει, μας έλεγε. Να το δούμε τυπωμένο μονομιάς και να μας κατακτήσει και μας μαζί με το κοινό. Η φιλοδοξία εμάς των άλλων δεν έφτανε τόσο μακριά». Ήθελαν να δούνε το όνομά τους τυπωμένο σε κάποιο περιοδικό, να μας καλέσουν να γράφουμε χρονογράφημα. «Ήταν η μόνη δόξα και τα πλούτη που περιμέναμε». Η συνέχεια στο βιβλίο…

  Ένα σχόλιό μου για τα περασμένα: φανταζόμαστε ότι στο παρελθόν, σε όσα πέρασαν όλα ήταν τέλεια. Και ο συγγραφέας μας στο διήγημα «Ζωή»: «Τώρα τα είχε ξεχασμένα πια. Μα στην ψυχή του δεν ήτανε σβησμένη και κάθε θύμηση από κείνον τον καιρό. Ολότελα γλυκιά κι αν δεν ήτανε […] Όπως γίνεται όμως πάντα στις πιο δυστυχισμένες ώρες, έτσι και στον Αριστείδη τώρα βγαίνανε απάνω – απάνω μόνο οι καλές στιγμές του παλιού καιρού και λάμπαν από τα βάθη τους, σα χαμένο φως μέσα στην τωρινή άχαρη ερημιά».

  Ο Γιάννης Καμπύσης (Ιούνιος 1872 – 23 Νοεμβρίου 1901) ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής.

  Το έργο του Γιάννη Καμπύση το γνώρισα όταν στα φοιτητικά χρόνια συνέτασσα το δοκίμιό μου  για τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη. Ο Καμπύσης ήταν από τους νέους που γνώρισαν το έργο του Νίτσε και το μεταφύτευσαν στην Ελλάδα.

  Η συνεισφορά του στα νεοελληνικά γράμματα είναι μικρή σε ποσότητα, κυρίως λόγω του πρόωρου θανάτου του αλλά και του εκλεκτισμού του, αλλά μεγάλη σε σημασία, εξ αιτίας της ανανεωτικής διάθεσής της. Ο χρόνος παραμονής του στη Γερμανία (10/1898 – 7/1899) συνέβαλε αποφασιστικά στη μετέπειτα ζωή και κοσμοθεωρία του: στη θέαση ενός τελείως διαφορετικού πνευματικού και ιδεολογικού κόσμου, τον οποίο ασπάστηκε ως ανώτερο από τον ελληνικό.  Ο Καμπύσης αποφάσισε να μεταφυτεύσει τα γερμανικά ιδεώδη στον ελληνικό χώρο για να βοηθήσει στο ξεπέρασμα του κοινωνικού και ιδεολογικού αδιεξόδου του. Στη Γερμανία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το σοσιαλιστικό κίνημα και τη φιλοσοφία του Νίτσε, αλλά και με το έργο συγγραφέων όπως ο Ίψεν, ο Χάουπτμαν και ο Στρίντμπεργκ.

  Τα θεατρικά του έργα, οι μεταφράσεις και οι μελέτες του (Το κριτικό έργο του είναι πολύ ανώτερο από το λογοτεχνικό) δείχνουν τη δύναμή του. Το πεζογραφικό του έργο αποτελείται από 6 σύντομα διηγήματα και μία νουβέλα. (Οχτροί και φίλοι, 1894-1896). Στις εκδόσεις της Νεφέλης έχουμε τον μικρό τόμο «Διηγήματα» με έξι κείμενα,  όπου τα τρία είναι εμπνευσμένα από την ιδιαίτερη πατρίδα του και εντάσσονται σε μία ενότητα με τίτλο «Χωριάτικη Ζωή» (1894-1896). Αυτά είναι τα εξής: Παουλίνα-Παουλίνα, Το μάτι του δράκοντα, Ο Γιάννης Μάνταλος. Σε αστικό περιβάλλον εκτυλίσσονται τα άλλα τρία διηγήματα, Στερνή ματιά – Καινούργιες μυρωδιές – Τα ρόδα του Ηλιογάβαλου.

  Διαβάζουμε στο Οπισθόφυλλο του βιβλίου: « Έντονα αμφιλεγόμενη παρουσία στην εποχή του, ό Γιάννης Καμπύσης, πνεύμα ανήσυχο, πρωτοποριακό, αντισυμβατικό όσο και ακαταστάλαχτο, […] Ιδρυτής ή ταχτικός συνεργάτης των πιο «υποψιασμένων» περιοδικών πού φάνηκαν ως τότε στον ελληνικό χώρο -της Τέχνης, του Διόνυσου, του Περιοδικού μας-, περιοδικών πού για πρώτη φορά ασχολούνται αποκλειστικά με τη λογοτεχνία και τα προβλήματά της, φανατικός λάτρης της βόρειας, ιδίως της γερμανικής, λογοτεχνίας και ουσιαστικά «εισηγητής» της στον τόπο, γεμάτος φιλοδοξίες και εικονοκλαστικά όνειρα, διαχέεται ακατάστατα, πυρετικά, αναφομοίωτα στην ποίηση, στο διήγημα, στη μετάφραση, στο δοκίμιο και πάνω απ” όλα στο θέατρο με την πρόθεση να υπερβεί το στενό πλαίσιο της θεματογραφίας και να συμπορευτεί με την πιο προχωρημένη ευρωπαϊκή προβληματική».

  Από τα διηγήματα της Νεφέλης ξεχώρισα το «Παουλίνα – Παουλίνα». Αναφέρεται σε μια παθολογία της νεοελληνικής κοινωνίας – το κοτσομπολιό και το περίγελο του άλλου, για να αντιμετωπίζουν οι ίδιοι τη θλίψη τους.

«Ένα βράδυ πήγε κι ο μαστρο-Χαράλαμπος να δει τι τρέχει! Γεροντάκι με τη βρακούλα του! Μόλις κάθησε σ’ ένα τραπέζι ο μαστρο-Χαράλαμπος, η Παουλίνα μια χοντρή και ξέστηθη περμαντόνα έτρεξε, κάθησε πλάι του και τον ανάγκασε ναν την κεράσει. Τον πείραζε η Παουλίνα, κι ο μαστρο-Χαράλαμπος στενοχωριόταν. Τότες από το διπλανό τραπέζι ένας της έκλεισε το μάτι, κι η Παουλίνα έσκυψε και τον εφίλησε ξέσκουρα. Ο μαστρο-Χαράλαμπος στη στιγμή τινάχτηκε. Κατακοκκίνησε ο άνθρωπος και βγήκε από το καφεσαντάν τρέχοντας! Κι από βραδύς βούιξε το χωριό».

  Η σειρά «Η πεζογραφική μας παράδοση» της Νεφέλης έχει πολλούς τόμους. Για όλο το καλοκαίρι …

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΒΡΑΜΥΛΙΑ, ΙΟΥΛΙΟΣ 2019

  

 

 

 

 

 

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Εκπαιδευτικά
Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά