Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου
Του Θανάση Μουσόπουλου
Εδώ και μερικούς μήνες διάβασα τη νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη «Ιπποπόταμοι Συντροφιάς». Μέσα σε μία μέρα ρούφηξα τις 168 σελίδες του βιβλίου. Θαύμασα στη συνέχεια τη ζωή και τα έργα του χιώτη συγγραφέα.
Θα προτάξω ένα εργοβιογραφικό κείμενο για τον Γιάννη.
O Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Xίο και σπούδασε Mαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό "Πελινναίο".
Έχει εκδώσει ιστορικές αφηγήσεις, μυθιστορήματα και νουβέλες: Aνάμισης ντενεκές, μυθιστόρημα (Eστία 2008· μτφ. στα τουρκικά: Bir buçuk teneke, Şenocak, 2009), Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Αφηγήσεις 1941-1946, μαρτυρίες (Κέντρο Χιακών Μελετών «Πελινναίο» 2006, Εστία 2010), 10.516 μέρες: Iστορία της νεοελληνικής Xίου 1912-1940, ιστορικό αφήγημα (Κέντρο Χιακών Μελετών «Πελινναίο» 2007), Η δεξιά τσέπη του ράσου, νουβέλα (Εστία 2009· μτφ. στα γαλλικά: Au fond de la poche droite, Cambourakis, 2018), Ήλιος με δόντια, μυθιστόρημα (Εστία 2010), Λαγού μαλλί, νουβέλα (Εστία 2010), Η άλωση της Κωσταντίας, μυθιστόρημα (Εστία 2011· μτφ. στα γαλλικά: La chute de Constantia, Sabine Wespieser, 2015), Το ζουμί του πετεινού, νουβέλα (Εστία 2012), Του Θεού το μάτι, νουβέλα (Εστία 2013), Αντί Στεφάνου, νουβέλα (Εστία 2015), Η πρώτη φλέβα, νουβέλα (Εστία 2016· μτφ. στα γαλλικά: La première veine, Cambourakis, 2021), Όλα για καλό, μυθιστόρημα (Εστία 2017), Οι βάρδιες των πουλιών, νουβέλα (Εστία 2019), Ενάμισι δευτερόλεπτο φως, νουβέλα (Εστία 2020), Τα απόνερα της Σοφίας, μυθιστόρημα (Εστία 2022).Βιβλία του έχουν διασκευαστεί με επιτυχία για το θέατρο και τον κινηματογράφο. (Πηγή: "Βιβλιοπωλείον της Εστίας", 2024).
*
Στη συνέχεια θα δούμε τι κάνει στη ζωή του. Η Μυρτώ Λοβέρδου το 2018 μιλά με τον Γιάννη. Σημειώνει η ίδια ότι ο Γιάννης Μακριδάκης έκανε πράξη αυτό που κατά καιρούς λέμε: «Να τα παρατήσω όλα και να φύγω». Κι έφυγε, αλλά δεν τα παράτησε όλα. Επέστρεψε στη γενέτειρά του τη Χίο, συνεχίζει να γράφει και μαζί ανέπτυξε έναν λογοτεχνικό μικρόκοσμο -δίπλα στη φύση και τις καλλιέργειές του.
Δύο σημεία από τις εξομολογήσεις του Μακριδάκι:
«Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι την ατμόσφαιρα της γειτονιάς, τη θάλασσα, τα καλοκαιρινά παιχνίδια, την ξεγνοισιά αλλά και την σκληρή δουλειά στα εφηβικά μου χρόνια, άλλη εποχή. Δούλευα εργάτης στα βυρσοδεψεία τα καλοκαίρια. Από εκεί κρατάω μια σκληρή αλλά και μια γλυκιά ανάμνηση. Δεν ανήκω στις γενιές που υπέφεραν. Οι γονείς μας είχαν τη δουλειά τους, εισοδήματα. Μεγαλώσαμε με κάποιες ανέσεις αλλά χωρίς τίποτα δεδομένο. ΄Επρεπε να ιδρώσουμε για να δούμε πως βγαίνει η ζωή».
«Καλλιεργώ τη γη για τις ανάγκες των δικών μου και των φίλων μου, δεν έχω μεγάλη παραγωγή. Δεν είμαι επαγγελματίας, είμαι ερασιτέχνης. ΄Εχω φτιάξει ένα μικρό δίκτυο στη Βολισσό, με ένα αναπαλαιωμένο σπίτι που το έχω για ξενώνα και βλέπει όλη την ακτογραμμή του νησιού, κι έχω κι ένα μικρό κτήμα με ένα μικρό καλύβι, 15 τμ, που ζω εγώ εκεί. Στο μεγάλο σπίτι, το Σπίτι της Λογοτεχνίας, μπορεί να έρθει κάποιος να δουλέψει. Εκεί γίνονται και τα εργαστήρια».
*
Και στο τρίτο μέρος του κειμένου θα παρουσιάσουμε τη νουβέλα «Ιπποπόταμοι Συντροφιάς».
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Σε λιγάκι τον άκουσε απ’ έξω να αποφαίνεται ξεφυσώντας ηχηρά ότι ψοφίμι δεν υπάρχει πουθενά. Τινάχτηκε ξανά από τον καναπέ της η Παρή, ζώστηκε τη ρόμπα της σφιχτά και ανέβασε το στόρι του παράθυρου για να τον δει. Άνοιξε και το τζάμι. Πράγματι, τον είδε σκυφτό μπρος στη μεγάλη στοίβα των καυσόξυλων, να καμώνεται πως οσφραίνεται τον αέρα και πως κάτι κοιτάζει ανάμεσα στα κενά που αφήνανε τα κούτσουρα μεταξύ τους. Έτσι θα τον βρεις τον ποντικό, από μακριά; τον ρώτησε ειρωνικά. Μην ψάχνεις δικαιολογίες, Χαρίλαε, επειδή βαριέσαι να κάνεις δουλειά. Τα ξύλα θα τα κατεβάσεις όλα και θα ψάξεις καλά. Πού αλλού μπορεί να είναι το ψοφίμι;
Μια ανεξήγητη δυσωδία αναστατώνει το σπιτικό της Παρής και του Χαρίλαου σ’ ένα από τα Μαστιχοχώρια της Χίου. Η πηγή της δεν εντοπίζεται και οι ερμηνείες δίνουν και παίρνουν – από ορθολογικές μέχρι μεταφυσικές. Ενώ όλοι αναζητούν κάποιο ψοφίμι, ανασκαλεύουν τις βαλτωμένες σχέσεις τους. Είναι Αύγουστος, ο μήνας για το «κέντος» των σκίνων, και το μαστίχι σκορπά στην πλάση την ευωδιά του».
Γράφει για το βιβλίο ο Κώστας Προμπονάς :
«Ο Μακριδάκης πλάθει την πρωταγωνίστρια της νουβέλας Παρή ως το αρχέτυπο της σύγχρονης Μαστιχοχωρούσενας τρίτης ηλικίας. Η Παρή, ανάμεσα στα 60 και τα 70 έχει κάποια χαρακτηριστικά τα οποία την καθιστούν μεταιχμιακή ή ακριβέστερα, τη φέρνουν στο κατώφλι μιας περιόδου κατά την οποία στην Ελλάδα συντελείται «μία ευρύτερη μεταβολή πολιτισμικού παραδείγματος», αν δεχτούμε την θεωρητική γραμμή του καθηγητή Δ. Τζιόβα. Αυτή η μεταβολή, που αρχίζει να εκδηλώνεται δειλά κατά τη δεκαετία του ’60 και λαμβάνει χώρα με ταχύτερους ρυθμούς από την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 και έπειτα, μπορεί να οριστεί επιγραμματικά από τη μετάβαση από έναν παραδοσιακό κοινοτικό τρόπο ζωής σε μια ατομικιστική νοοτροπία, που είναι απόρροια της εντεινόμενης αστικοποίησης και του σταδιακού εκδυτικισμού της ελληνικής κοινωνίας. Στην περίπτωση όμως της Παρής παρατηρούμε και την αντίστροφη πορεία, από το άστυ στην αναγκαστική επιστροφή στα Μαστιχοχώρια της «βαθιάς Ελλάδας»:
«…έπεσε έξω η εργολαβική εταιρία του Χαρίλαου στο Περιστέρι και αναγκαστήκανε να φύγουν άρον άρον από το διαμέρισμά τους το όμορφο, το φωτεινό, με τα μπαλκόνια τα τεράστια, απέναντι ακριβώς από τον Άγιο Ιερόθεο, και να επιστρέψουν καταχρεωμένοι και χιλιοκατασχεμένοι στο χωριό, να χωθούνε σαν κατατρεγμένοι από τη μοίρα μες στο πατρικό της σπίτι, το ανήλιο, το χωριάτικο. Που κλάνει ο διπλανός και τον ακούς, έτσι έλεγε η Παρή και δεν ήθελε ποτέ της να βρεθεί στην ανάγκη να ξαναμείνει στο χωριό» (σελ. 25)
Το αφήγημα του Γιάννη Μακριδάκη - θα έλεγα - έχει το χαρακτήρα ενός τεκμηρίου που αναφέρεται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας της περιόδου: οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά.
Κλείνουμε με ένα ακόμη χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Και τα χωράφια πολλά. Η προίκα της Παρής από τον πατέρα της, για τον γάμο τους τότε, μα και άλλα που τα έλαβε κατόπιν, κληρονομιά από κάτι θειάδες άκληρες, που της τα γράψανε εκείνης διότι τις κοίταξε στα τελευταία τους πάρα πολύ καλά. Δεν το ‘κανε για την κληρονομιά η Παρή, προς Θεού. Πάνω απ’ όλα αξιοπρέπεια. Όπως είχε τη μάνα της, έτσι είχε κι εκείνες. Διότι, παρ’ όλα τα στραβά της και την αψάδα που έδειχνε, και παρ’ όλη τη γλώσσα της που τη φοβούνταν όλοι, ήταν στο βάθος της καλόψυχη και συμπονετικιά. Επίσης, πολύ παστρικιά. Νοικοκυρά απ’ τις πρώτες. Τις είχε στην πένα, μπριλάντι, τις κατάκοιτες γριές. Σαν μαστιχάκια λαμποκοπούσανε μέχρι την τελευταία τους στιγμή, που κλείσανε τα μάτια τους. Την ίδια ποιος θα την κοιτούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως, αυτό αναρωτιότανε συχνά. Κανένας, απαντούσε μόνη της, παρόλο που ήξερε καλά ότι όλα στη ζωή είναι δανεικά, και όλο και κάποιος θα βρεθεί». (σελ. 49 - 50).
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2025
Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου